Το Τζαμί Νερατζέ ή Τζαμί του Γαζή Χουσεϊν Πασά, ή Ωδείο για τους νεότερους Ρεθυμνιώτες, με το εντυπωσιακό του θύρωμα και τον επιβλητικό μιναρέ του, αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα μνημεία της πόλης του Ρεθύμνου. Βρίσκεται στη συμβολή των οδών Εθν. Αντιστάσεως και Εμ. Βερνάρδου, εκεί όπου οι Τούρκοι γκρεμίζοντας ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο δημιούργησαν μια νέα πλατεία (Μεϊντάνι), τη σημερινή Τίτου Πετυχάκη ή
Πλάτανος, καταργώντας ουσιαστικά την προγενέστερη ενετική, η οποία βρισκόταν στη σημερινή οδό Κων/νου Παλαιολόγου.
Ιστορία του Μνημείου.
Ο ναός κατασκευάστηκε στα χρόνια της ενετοκρατίας, σαν καθολικό του Μοναστηριού των Αυγουστινιανών μοναχών και
Το τζαμί Νερατζέ με τους τρεις τρούλους
του και τον επιβλητικό μιναρέ του
όπως φαίνεται από την αυλή του
1ου Δημ. Σχολείου (Τούρκικου). αφιερώθηκε στη Santa Maria . Μαρτυρίες αναφέρουν ότι οι Αυγουστίνοι μοναχοί έχτισαν στο Ρέθυμνο το 1601 μια Μονή, της οποίας μάλιστα οι μοναχοί ανέρχονταν σε 6-7. Παράλληλα, από το 1527, οι Ρεθύμνιες αδερφές Μαρία και Αδριανή Muazzo , είχαν ανεγείρει δίπλα στον κυρίως ναό παρεκκλήσι αφιερωμένο στο Corpus Cristi (Σώμα Χριστού), το οποίο διέθετε και καμπαναριό.
Λίγα χρόνια μετά το 1646, που το Ρέθυμνο καταλήφθηκε από τους Τούρκους, ο ναός της Santa Maria μετατράπηκε σε Τζαμί, αφιερωμένο στον πορθητή του Ρεθύμνου Γαζή (νικητής) Χουσεϊν Πασά. Το 1657, χρονιά που ο Χουσεϊν Πασάς ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, περνώντας απ' το Ρέθυμνο, επιμελήθηκε τη σύνταξη του αφιερωτηρίου του τεμένους του. Για τη συντήρησή του μάλιστα αφιέρωσε τις προσόδους των χωριών Χρομοναστήρι και Πρασσές, που του είχε δωρίσει ο Σουλτάνος, καθώς και τα έσοδα από κάποιους νερόμυλους και άλλα αστικά και αγροτικά ακίνητά του.
Το παρεκκλήσι του ναού μετατράπηκε σε βιβλιοθήκη όπως μαρτυρά η σωζόμενη επιγραφή ( Kitabhane ) στο καμπύλο αέτωμα του αναγεννησιακού θυρώματός του. Συνεπώς, δίπλα στο παρεκκλήσι θα λειτουργούσε και Ιεροσπουδαστήριο.
Το 1887, η Τουρκική Δημογεροντία αποφάσισε να αναγείρει μιναρέ δίπλα στο Τέμενος. Για το σκοπό αυτό κάλεσε τον ονομαστό Ρεθυμνιώτη, πρακτικό μηχανικό, Γεώργιο Δασκαλάκη από το Ρουσσοσπίτι. Σύμφωνα με τις οδηγίες που έλαβε, έπρεπε να κατασκευάσει στο τζαμί της Νερατζές μιναρέ, που να ξεπερνά σε μεγαλοπρέπεια όλους τους μιναρέδες της Ανατολής. Ο Δασκαλάκης, μετά από τρίμηνη περιοδεία στη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη και αφού μελέτησε πολλούς μιναρέδες, γύρισε στο Ρέθυμνο και υπέβαλλε στην Τουρκική Δημογεροντία τρία σχέδια. Μετά από τρία χρόνια (1890), ο Δασκαλάκης σε συνεργασία με τον τεχνίτη Ιμπραήμ Αλησακδάκι, δημιούργησαν το Μνημείο που σώζεται ως τις μέρες μας.
Το 1925, ένα χρόνο μετά την αποχώρηση των Μωαμεθανών από το Ρέθυμνο με τη συνθήκη της Λοζάννης, και συγκεκριμένα την Κυριακή 6 Δεκεμβρίου, μετά από αγιασμό, το Τέμενος Νερατζέ ανακηρύχθηκε σε χριστιανική εκκλησία αφιερωμένη στον ¶γιο Νικόλαο. Στην πράξη όμως η απόφαση αυτή ποτέ δεν υλοποιήθηκε, και το κτήριο χρησιμοποιήθηκε σαν Ωδείο, χρήση που συνεχίζεται ως τις μέρες μας. Τις τελευταίες δεκαετίες και κατά την αναστήλωση του Μνημείου βρέθηκαν δεκάδες τάφοι της βενετσιάνικης εκκλησίας στο πάτωμα του κτηρίου.
Μορφή του Μνημείου.
Στην αρχική της μορφή, η εκκλησία της Santa Maria ήταν μια κλασική μονόκλιτη Βασιλική με δίριχτη κεραμοσκέπαστη οροφή. Μετά την κατάληψη του Ρεθύμνου από τους Τούρκους, και κατά τη
μετατροπή της καθολικής εκκλησίας σε Τζαμί, η προηγούμενη οροφή αντικαταστάθηκε από τρεις ημισφαιρικούς θόλους, τοποθετημένοι ο ένας δίπλα στον άλλο. Για την καλύτερη στήριξή τους οι νέοι κατακτητές επένδυσαν τον παλιό τοίχο με ένα νέο εσωτερικά, ενισχυμένο στα σημεία των «ποδαρικών» όπου συναντιούνται τα τόξα που στηρίζουν τους θόλους.
Από το αρχικό κτήριο, που είναι ελεύθερο από τρεις πλευρές, σώζονται σήμερα η ανατολική με τον ολοστρόγγυλο φεγγίτη, αλλά κυρίως η βορινή, πάνω στην οδό Μανουήλ Βερνάρδου, με τα δυο μεγάλα υψηλόκορμα παράθυρα (όπως αυτά του Αγίου Φραγκίσκου) και με το μεγαλοπρεπέστατο και άριστα διατηρημένο μνημειακό θύρωμα της εισόδου.
Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει σε αυτό το πραγματικά θαυμάσιο θύρωμα, που μαζί με το θύρωμα του Αγίου Φραγκίσκου, είναι μοναδικά δείγματα αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής. Αποτελείται από δυο ζευγάρια κολώνες περίπου ημικυκλικής διατομής, οι οποίες πατούν πάνω σε ξεχωριστό βάθρο η καθεμιά και καταλήγουν σε κορινθιακού ρυθμού κιονόκρανα που υποβαστάζουν το θριγκό. Ανάμεσα στα δύο ζεύγη των κιόνων δημιουργείται το μεγάλο ημικυκλικό τόξο του ανοίγματος, που υποβαστάζεται από ένα
Το εντυπωσιακό θύρωμα
του τζαμιού στην οδό
Εμμ. Βερνάρδου. ζευγάρι παραστάδων με απλά επίκρανα και καταλήγει σε ένα ιδιαίτερα τονισμένο φουρούσι που αντικαθιστά το κλειδί. Ολόκληρος ο θριγκός μοιράζεται σε τρεις άνισου μήκους προεκτάσεις και δυο μικρές υποχωρήσεις στο πάνω από τις κόγχες βάθος του τοίχου. Το θύρωμα, που ήδη περιγράψαμε, πιθανότατα κατασκευάστηκε στις αρχές του 17 ου αιώνα και ήρθε να αντικαταστήσει παλιότερο που ίσως καταστράφηκε κατά την πειρατική επιδρομή του Ουλούτζ-Αλή το 1571.
Ο μιναρές του τζαμιού δεν είναι σίγουρο αν ξεπέρασε σε μεγαλοπρέπεια όλους τους μιναρέδες της Ανατολής, όπως είχε τη φιλοδοξία η Τουρκική Δημογεροντία, αλλά σίγουρα είναι ο υψηλότερος και μεγαλοπρεπέστερος του Ρεθύμνου. Έχει ύψος 27μ. και είναι εξ ολοκλήρου κατασκευασμένος με πέτρες Αλφάς. Στηρίζεται σε μια πολυγωνική βάση και απ' αυτή «φύεται» ο κορμός του μιναρέ με ισόδομες λίθους με κάθετες ραβδώσεις που εντείνουν το ύψος του. Αυτές οι ραβδώσεις φτάνουν μέχρι τον πρώτο κυκλικό εξώστη με το διακοσμητικό προστατευτικό κιγκλίδωμα. Από κει και πάνω ο μιναρέ συνεχίζεται με νεοκλασικά μορφολογικά στοιχεία, πεσσίσκους με στέψεις και επιστήλιο, που στηρίζουν αισθητικά τον πολυγωνικής μορφής δεύτερο εξώστη, ο οποίος έχει διαφορετικό κιγκλίδωμα. Η πολυγωνική μορφή του μιναρέ συνεχίζεται και από κει και πάνω, με μικρότερη βέβαια διάμετρο, για να καταλήξει η στέψη του σε μορφή πολυεδρικής πυραμίδας. Κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας το Ιζάνι, πολλές φορές, διαβαζόταν ταυτόχρονα και από τους δυο εξώστες (σερεφέδες) του μιναρέ.
Σημερινή κατάσταση - επισημάνσεις.
Σήμερα, το κτήριο του Ωδείου είναι, ίσως, το πιο καλοδιατηρημένο μνημείο της παλιάς πόλης του Ρεθύμνου, αφού αυτό επέβαλε η χρήση του ως μοναδικού πολιτιστικού χώρου της πόλης για πολλές δεκαετίες. Παρ' όλα αυτά η εγκατάλειψη, τουλάχιστον εξωτερικά, αρχίζει να διαφαίνεται. Ήδη, απ' την κορυφή του μιναρέ αρχίζουν να αποσπούνται και να πέφτουν πέτρες, γεγονός λίαν επικίνδυνο για τους περαστικούς.
Ένας μισοκατεστραμμένος λαμπτήρας που κρέμεται από το φουρούσι-κλειδί του εντυπωσιακού αναγεννησιακού θυρώματος, μόνο μειδιάματα μπορεί να προκαλέσει στον επισκέπτη. Την ίδια εντύπωση προκαλεί και η παραμορφωμένη και ταλαιπωρημένη σιδεριά που «προφυλάσσει» το ένα απ' τα δύο υψηλόκορμα παράθυρα του κτηρίου, ενώ στο άλλο απουσιάζει.
Απουσιάζει επίσης απ' το Μνημείο ο ειδικός φωτισμός που θα αναδείξει τη μεγαλοπρέπεια και την αρχιτεκτονική του τις βραδινές ώρες, όταν οι επισκέπτες, Έλληνες και ξένοι, περιδιαβαίνουν στα στενά της παλιάς πόλης για να απολαύσουν ένα ρομαντικό περίπατο και να θαυμάσουν τα αναγεννησιακά της κτίσματα. Παντελής είναι και η έλλειψη κατατοπιστικών πινακίδων που θα πληροφορούν και θα ενημερώνουν τον κάθε ενδιαφερόμενο για την ιστορία και την αρχιτεκτονική του Τζαμιού.
Ο Δήμος Ρεθύμνου με την υπ. αριθμ. 224/2002 κανονιστική απόφασή του αποφάσισε ότι «για λόγους προστασίας και ανάδειξης του μνημείου Τέμενος Χουσεϊν Πασά (Ωδείο), κρίνεται απαραίτητη η τοποθέτηση σειράς σταθερών μεταλλικών εμποδίων (κολωνάκια με αλυσίδες) σε απόσταση ενός μέτρου από τον τοίχο της Βόρειας όψης» .
Τα κολωνάκια βέβαια τοποθετήθηκαν αλλά σήμερα αρκετές αλυσίδες είναι σπασμένες για να μπορούν να σταθμεύουν διάφορα δίκυκλα. Επίσης «παραδοσιακό» ταβερνάκι έχει βγάλει τα τραπεζοκαθίσματά του μπροστά από τη βορινή πλευρά του Τεμένους, απαγορεύοντας ουσιαστικά στον επισκέπτη να πλησιάσει κοντά στον τοίχο και να θαυμάσει το μνημειακό του θύρωμα.
Και μια και ο λόγος για τραπεζοκαθίσματα, θα ήθελα να επισημάνω ότι η οδός Εμ. Βερνάρδου είναι από τους πιο τουριστικά επισκέψιμους δρόμους της παλιάς πόλης. Εκεί, εκτός από το Ωδείο που ήδη αναφέρθηκε, βρίσκονται ακόμη το Λαογραφικό Μουσείο της πόλης καθώς και ένα εντυπωσιακό θύρωμα με το οικόσημο των Clodio , εκεί που στεγάζεται το εργαστήριο παραδοσιακού φύλλου Χατζηπαράσχου. Κατά μήκος όλου του δρόμου υπάρχουν τραπεζοκαθίσματα καταστημάτων που δυσχεραίνουν τη διάβαση των περαστικών, με αποκορύφωμα το σημείο πριν την είσοδο του Λαογραφικού μουσείου όπου δύο αντικριστά εστιατόρια έχουν βγάλει τα τραπέζια τους με αποτέλεσμα το κλείσιμο σχεδόν του δρόμου, αφού η μεταξύ τους απόσταση είναι λιγότερη του ενός μέτρου.
Αναρωτιέμαι, αν οι δημοτικές υπηρεσίες και ειδικά η δημοτική αστυνομία είναι γνώστης του θέματος.
Γράφει ο Νίκος Ι. Δερεδάκης
δάσκαλος - ιστορικός ερευνητής