Από την 1η Φεβρουαρίου ισχύουν οι νέες αυξήσεις στις τιμές των εισιτηρίων των αστικών συγκοινωνιών και μάλιστα με το υπερβολικό ποσοστό του 40%. Μια ακόμη οικονομική αφαίμαξη του πολίτη καταναλωτή ήρθε να προστεθεί στην τραγωδία της καθημερινότητάς του.
Δυστυχώς στην κακότυχη χώρα μας κανένας εντολοδόχος της πολιτικής εξουσίας δεν κατάφερε μέχρι σήμερα να μας παρουσιάσει μια συνολική αιτιολογημένη σύνθεση στρατηγικής στόχων και προσδοκιών σε τακτά χρονικά διαστήματα, καθώς και την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων για το καλό της κοινωνίας και της χώρας μας γενικότερα.
Είμαστε μάρτυρες δημαγωγών που βαφτίζουν τη φτώχεια επιτυχία, βγάζουν από πάνω τους ευθύνες και αρμοδιότητες, διότι δεν έχουν γνώσεις στον χειρισμό των γεγονότων αλλά και καμία δυνατότητα πρόγνωσης των μελλοντικών εξελίξεων. Το μόνο που γνωρίζουν είναι να χρεώνουν τις ζημιές των χειρισμών τους στη χώρα και στην κοινωνία.
Η επιβολή τεράστιων αυξήσεων στα εισιτήρια των μέσων μαζικής μεταφοράς (Μ.Μ.Μ.) αποτελεί μία αυθαίρετη πράξη της κυβέρνησης.
Η κυβέρνηση αυτή, όπως και η προηγούμενη που πραγματοποίησε τις προηγούμενες μεγάλες αυξήσεις στα εισιτήρια από τον Μάιο του 2008 με αποτέλεσμα να τριπλασιαστεί σχεδόν το κόστος του εισιτηρίου (από 0,50 λεπτά σε 1,40 Ευρώ), ουδόλως έλαβε υπόψη της τον κοινωνικό χαρακτήρα των μέσων μαζικής μεταφοράς στις μεγάλες πόλεις, την ανάγκη και το δικαίωμα μετακίνησης των κατοίκων (ήτοι της ελευθερίας κίνησης), αλλά και την κοινωνική λειτουργική του διάσταση και έρχεται να χρεώσει με υπέρογκα και αδικαιολόγητα κόστη τις μεγάλες αριθμητικά και κατά τεκμήριο οικονομικά αδύναμες ομάδες και τάξεις των μετακινούμενων με τα Μ.Μ.Μ. . Στο ίδιο το σκεπτικό των αποφάσεων της κυβέρνησης δεν υπάρχει καμία αναφορά ούτε στον κοινωνικό χαρακτήρα των Μ.Μ.Μ., ούτε στο κοινωνικό έργο, ούτε στην αναγκαιότητα της χρήσης τους για την διασφάλιση και απόλαυση ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Αντίστοιχα και επιπρόσθετα δεν υφίσταται καμία αναφορά στην ύπαρξη μελέτης τυχόν περιβαλλοντικών, κυκλοφοριακών και άλλων κοινωνικών, λειτουργικών και στρατηγικών επιπτώσεων από πιθανή μεταβολή του τρόπου και του μέσου μετακίνησης των πολιτών και τίποτα από τα ανωτέρω δεν φαίνεται να λήφθηκε υπ’ όψιν στην λήψη της απόφασης της κυβέρνησης. συμΗ Η συμπεριφορά αυτή της κυβέρνησης καθιστά ελεγκτέα και εν ολίγοις και ακυρωτέα την απόφαση αύξησης της τιμής του εισιτηρίου στα Μ.Μ.Μ. .
Από την συνολική εκτίμηση του μέτρου και πέραν των πολιτικών διαφωνιών και των υποψιών για ιδιωτικοποιήσεις, καθίσταται σαφές και κάτι άλλο, ότι η απόφαση της κυβέρνησης αγνοεί και παραβιάζει κάθε έννοια μέτρου, πρόνοιας, θεμιτής συμπεριφοράς και χρηστής διοίκησης.
Η αντίληψη ότι τα μέσα μαζικής μεταφοράς αποτελούν μέσο επιχειρηματικής δράσης και κερδοσκοπίας για το δημόσιο, δεν προσκρούει μόνο σε πολιτικές θέσεις και στην κοινωνική διάσταση και σημασία του χειριζόμενου αγαθού, αλλά προσκρούει και στην μονοπωλιακή διάσταση των Μ.Μ.Μ. και στον τρόπο με τον οποίον επιβάλλεται νομικά, κοινωνικά και ηθικά, να ασκείται η «επιχειρηματικότητα» σε μονοπωλιακούς τομείς της οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό η κυβέρνηση - επιχειρηματίας όχι μόνο όφειλε να προβεί στην μελέτη όλων των προηγουμένων διαστάσεων της αυξήσεως, αλλά και όφειλε να προσέλθει σε ουσιαστικό διάλογο με όλους τους φορείς και τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών που ενδιαφέρονται και ασχολούνται με τα ζητήματα αυτά. Το Νέο Ίνκα ως η μεγαλύτερη ένωση καταναλωτών της χώρας, βεβαιώνει τους συμπολίτες μας, πως ποτέ δεν κληθήκαμε σε διάλογο, ούτε εμείς, ούτε η ομοσπονδία ενώσεων καταναλωτών στην οποία μετέχουμε.
Στο ίδιο πλαίσιο της συμπεριφοράς των μονοπωλίων, οι αυξήσεις τιμών και τιμολογίων οφείλουν να υπακούουν στο μέτρο, στην θεμιτή κοινωνική διαχείριση του μονοπωλιακού χαρακτήρα της δράσης και στην κοινωνική διάσταση και ανάγκες των παρεχόμενων από αυτά υπηρεσιών και των προσώπων – πολιτών που τις χρησιμοποιούν.
Το στοιχείο της ποιότητας των υπηρεσιών όχι μόνο είναι κρίσιμο, αλλά και συμβαδίζει αναγκαστικά, αποτελώντας σαφή και αναγκαία προϋπόθεση για την επιβολή αυξήσεων.
Είναι σαφές ότι άπαντα τα ανωτέρω απουσιάζουν επιδεικτικά από τις κυβερνητικές αποφάσεις. Το μόνο που υφίσταται στο σκεπτικό που προβάλει και επικαλείται δημόσια η κυβέρνηση είναι το στοιχείο της ύπαρξης οικονομικών ελλειμμάτων που θα πρέπει να «καλυφθούν».
Όμως και στο πλαίσιο αυτό, αφού μιλάμε για μία υπηρεσία με κοινωνικό χαρακτήρα και χρησιμότητα και με μονοπωλιακή διάσταση, θα ήταν αναγκαία (πλην των προαναφερθέντων) και η πλήρης διαφάνεια και η σοβαρή μελέτη των παραμέτρων που συνθέτουν το κόστος και το «έλλειμμα». Εκ παραλλήλου, αναγκαία είναι η θεώρηση του ζητήματος της ισότητας και αναλογικότητας στην κρατική επιχορήγηση άλλων φορέων με το ίδιο αντικείμενο, ιδίως όταν έχουν τύχει «ιδιωτικοποίησης», αλλά εξακολουθούν να χρηματοδοτούνται από τον δημόσιο κορβανά και μάλιστα αναντίστοιχα με το παραγόμενο έργο σε σχέση με τους δημόσιους φορείς.
Η κυβέρνηση, αντ’ αυτών, προέβη στην επιλογή της «εύκολης» λύσης της τεράστιας και αθέμιτης αύξησης των τιμών των εισιτηρίων, που είναι ταυτόχρονα λύση που δεν λαμβάνει υπόψη της καμία εκ των ανωτέρω παραμέτρων και λύση που πρακτικά ομολογεί ανικανότητα.
Στο πλαίσιο αυτό, όχι μόνο δεν υφίσταται και δεν επικαλείται η κυβέρνηση κάποια ολοκληρωμένη μελέτη, αλλά και ελέγχοντας εμείς (!!!) τα δημοσιευμένα οικονομικά στοιχεία των οργανισμών Μ.Μ.Μ. (ισολογισμούς, εκθέσεις, οικονομικές καταστάσεις) ανακαλύψαμε πως δεν υφίσταται, όχι μόνο καμία ειδική μελέτη, αλλά δεν υφίσταται και καμία αναλυτική εγγραφή που να μπορεί να οδηγήσει σε συμπεράσματα, ως προς την ουσία και τα αίτια του δήθεν ελλειμματικού χαρακτήρα των οργανισμών και της αύξησης των τιμών των εισιτηρίων. Δεν υφίσταται καμία ειδική αναφορά και εγγραφή που να επιμερίζει τις δαπάνες καθ’ είδος, ώστε να μπορεί να κριθεί (ακόμα και συγκριτικά με άλλες χώρες της Ευρώπης) η αιτία των «ελλειμμάτων». Δεν επιμερίζεται ανά κατηγορία και τομέα το λειτουργικό κόστος, ώστε να μπορεί να κριθεί, εάν είναι διογκωμένες οι δαπάνες για προσωπικό, συντήρηση, προμήθειες και αγορές, ώστε να είναι διαφανής η αιτία και να μπορούν να γίνουν έλεγχοι και να δοθούν λύσεις. Ομοίως δεν υπάρχει καμία σαφής ένδειξη από τις αναφορές στα έσοδα των οργανισμών και όσα τα μειώνουν είτε πρωτογενώς είτε δευτερογενώς (π.χ. τυχόν υψηλές προμήθειες σε τρίτους που μετέχουν στην έκδοση και διάθεση των εισιτηρίων). Είναι βέβαιο ότι πρόκειται τουλάχιστον για μη τήρηση των κανόνων διαχειριστικής και λογιστικής διαφάνειας.
Έχοντας φτάσει στο έσχατο σημείο να θεωρείται η διαφθορά ο μόνος «θεσμός» που λειτουργεί στην χώρα μας και μάλιστα συνδεδεμένος με τους κρατικούς φορείς και οργανισμούς (ήτοι με το δημόσιο χρήμα) όχι μόνο προβάλουμε την απαίτηση της πλήρους διαφάνειας, αλλά και την απαίτηση του πλήρους και εις βάθος οικονομικού ελέγχου των οργανισμών τουλάχιστον σε βάθος δεκαετίας, με την ευχή να προκύψει ότι αυτοί αποτελούν εξαίρεση από τον προσβλητικό για όλους μας κανόνα.
Σε αυτή την χώρα θα πρέπει κάποια στιγμή να αρχίσουν όλα να γίνονται με σοβαρότητα και την πρέπουσα μελέτη και κοινωνική διάσταση.
Δείτε άλλα άρθρα του αποστολέα | |
Εκτύπωση σελίδας | |
Αποστολή σε φίλο |
Σχολιάστε: