Κυρίες και Κύριοι
Αγαπητοί Φίλοι
Καλωσορίζουμε στο Ρέθυμνο τους εκλεκτούς φιλοξενούμενους μας: Τους φίλους και συναγωνιστές του Αλέκου Παναγούλη και ενεργά Μέλη της Κίνησης Πολιτών «Πνύκα – 21ος αιώνας» που η παρουσία τους σήμερα εδώ άλλο σκοπό δεν έχει παρά να μας ενεργοποιήσει τη μνήμη για τον αγώνα ενός ξεχωριστού ανθρώπου που τίμησε τη Δημοκρατία και ύμνησε την Ελευθερία με μοναδικό τρόπο.
Η σημερινή εκδήλωση έχει ένα ιδιαίτερο πολιτικό, ηθικό κοινωνικό και συναισθηματικό αντίκρυσμα. Δεν είναι απλώς μια βιβλιοπαρουσίαση.
Τριάντα τρία χρόνια μετά τον απροσδόκητο θανατό του, ο Αλέκος Παναγούλης συνεχίζει να μας μιλά μέσα από τα ποιήματα του και με τη φωνή των φίλων του που δεν ξέχασαν όσα μοιράστηκαν μαζί του, που δεν φιμώθηκαν από την υλική ευδαιμονία και δεν συμβιβάστηκαν με τις καλοδιατυπωμένες εκφράσεις και εκφάνσεις της σύγχρονης, εύθραυστης και επίπλαστης δημοκρατίας μας.
Θα τους ακούσουμε σήμερα με τα μάτια της ψυχής ανοιχτά για να αφουγκραστούμε τον παλμό ενός αγώνα που ξέφυγε από τα ανθρώπινα μέτρα κι έγινε ελπίδα, όραμα, πίστη.
Πως θα μπορούσε εξάλλου να είναι αλλιώς, όταν ο πρωταγωνιστής αυτού του αγώνα, ο Αλέκος Παναγούλης με το διάφανο πρόσωπο και το καθάριο βλέμμα, το λιπόσαρκο από τις αναρίθμητες απεργίες πείνας σώμα και την απίστευτη ψυχική αντοχή, παρέμεινε ελεύθερος ακόμη και στο κελί –τάφο του Μπογιατίου, δεν τιθασεύτηκε, δεν ελέγχθηκε, δεν εγκλωβίστηκε στα στεγανά καμιάς ιδεολογίας αφού οι πράξεις του και οι σκέψεις του συνιστούσαν από μόνες τους μια ισχυρή και αδιαπραγμάτευτη ιδεολογία που είχε ως επίκεντρο, τον Άνθρωπο και το αναφαίρετο δικαίωμα του να ζει ελεύθερος σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Δεν ανήκω στη γενιά των συναγωνιστών του ούτε ευτύχησα να τον γνωρίσω από κοντά. Διαβάζοντας όμως το βιβλίο του κ. Λευτέρη Βερυβάκη που συμπλήρωσε με ρεαλισμό και παρρησία την εικόνα που σχημάτισα ως μικρός μαθητής του Δημοτικού την εποχή της Απόπειρας, τον απόηχο από τη Δίκη αλλά και όσα στη συνέχεια έμαθα για τη ζωή και τη δράση του Αλέκου Παναγούλη, θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας κάποιους προβληματισμούς, επίκαιρους θαρρώ, που εστιάζονται κυρίως στην αντανάκλαση αυτού του αγώνα στη σημερινή μας πραγματικότητα. Εμμένοντας στην απεκδυμένη από ρητορείες και υπερβολές, προσέγγιση της προσωπικότητας του Παναγούλη που υπήρξε τόσο απλός και αληθινός στην ψυχή του όσο δυναμικός και ορμητικός ήταν στην δράση του κατά της δικτατορίας. Κι έχοντας πάντα στην άκρη του μυαλού μου τα λόγια του Δημήτρη Μαρωνίτη πως «όλα χαλνούν, ακόμη και τα πιο σεβάσμια, από την απληστία των ανθρώπων να δείξουν και να δειχτούν».
ΤΙ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΕΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ Ο ΑΛΕΚΟΣ ΠΑΝΑΓΟΥΛΗΣ;
Κάθε αγώνας έχει το δικό του σημείο αναφοράς. Είτε πρόκειται για πρόσωπο είτε για ιδανικό, αυτό το σημείο αναφοράς καθορίζει τον τρόπο διεξαγωγής του αγώνα, σφραγίζει τη φιλοσοφία που τον διέπει, υπαγορεύει τις αρχές και τα μέσα που θα τον υποστηρίξουν.
Ο Αλέκος Παναγούλης ήταν η ενσάρκωση των υψηλών ιδανικών της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας που αποτέλεσαν το επίκεντρο του προσωπικού του αγώνα τον οποίο ενστερνίστηκαν στην πορεία πολλοί Έλληνες. Ήταν η σπίθα για να ξεσπάσει η πυρκαγιά που σάρωσε την ανεμπόδιστη εξάπλωση των δικτατορικών φρονημάτων, την υποτέλεια, τον εξευτελισμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Εκείνος που δεν ήταν σε θέση να βλάψει κανέναν επέλεξε τη δολοφονία ως μέσο για να απαλλαγεί η χώρα από την πληγή. “Δεν επιδίωξα να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Δεν είμαι ικανός να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Επιδίωξα να σκοτώσω έναν τύραννο », λέει στη σύντροφό του Οριάνα Φαλάτσι σε συνέντευξη του μετά την απελευθέρωση του.
Άποψη του, που την κατέθεσε και στους βασανιστές του, ήταν πως «Η αντι-βία υπάρχει πάντοτε σ’ αναλογία με τη βία που τη γέννησε. Τη βία τη χρησιμοποιούν οι καταπιεστές, την αντι-βία οι καταπιεζόμενοι. Η αντι-βία είναι μια δύναμη θετική, είναι μια αρετή , και για να εκφραστεί σημαίνει αποδοχή της θυσίας».
Μέσα σε αυτό το κλίμα μεγάλωσε και γαλουχήθηκε η δική μου γενιά. Εμβολιάστηκε με το αντίδοτο απέναντι σε κάθε μορφής καταπίεση, σφυρηλατήθηκε με αγώνες που διέξαγονταν στον παρόντα χρόνο με πάθος, υπέρβαση, αυτοθυσία. Πάνω σε αυτές τις ιδεολογικές αρχές, εμπνευσμένοι από αυτούς τους μοιραίους επαναστάτες – ποιητές , θέσαμε τα θεμέλια της μετέπειτα ζωής μας.
Οι σκέψεις του Αλέκου Παναγούλη την ώρα των βασανιστηρίων για κείνους που, εκπροσωπώντας ένα είδος πολύ κατώτερου του ανθρωπίνου, επιδόθησαν σε τόσο λυσσαλέες κτηνωδίες πάνω στο σώμα του, μας προκαλούν ρίγη: « Αν διάλεξες ένα δρόμο δύσκολο, είναι γιατί αγαπάς τους ανθρώπους. Αν συνεχίζεις το μακρύ αυτό δρόμο, χωρίς να κουραστείς είναι γιατί πιστεύεις ότι οι άνθρωποι δεν είναι κακοί. Ούτε ακόμα όταν συμπεριφέρονται κατά τρόπο κακό. Βέβαια, εξίσου, δεν είναι οι άνθρωποι και καλοί. Συχνά είναι ανόητοι, μα γεννιώνται για να γίνουν καλοί. Και ο τελικός στόχος του αγώνα είναι να τους το θυμίζουμε ότι πρέπει να είναι καλοί. Να τους εμπνέουμε να έχουν λιγότερη άγνοια μεταξύ του καλού και του κακού».
Είναι πέρα από τις ανθρώπινες αντοχές και την κοινή λογική, η αντίδραση του σε όλα όσα έζησε. Η ακλόνητη πίστη του στην αγαθότητα του αγώνα του, η ρομαντική του διάθεση την ίδια ώρα που η σκληρότητα, η αδικία, η βαρβαρότητα, άνοιγαν πληγές στο σώμα και την ψυχή του, η αγωνιστικότητά του, η ευφυΐα και εφευρετικότητά του, η επιμονή του στη διαφύλαξη της ακεραιότητας των ιδεολογικών του αρχών, ο ανθρωπισμός και ο σεβασμός στους συναγωνιστές του που ποτέ δεν πρόδωσε παρότι ήξερε τη θανατική καταδίκη που τον περίμενε, είναι χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου που έχει κάνει τη γενναία υπέρβαση: θέτει την ίδια τη ζωή και την ύπαρξη του στη διάθεση του κοινωνικού συνόλου για το οποίο εν τέλει θυσιάζεται. Ως πρωταγωνιστής σε αρχαία τραγωδία, που γνωρίζει εξ αρχής το τέλος του, που δεν θέλει να πεθάνει όχι γιατί φοβάται το θάνατο που ούτως η άλλως τον βιώνει στα ανακριτικά μπουντρούμια και στις φυλακές της χούντας, τον αντικρύζει σε κάθε ανακοίνωση της εκτελεσής του, αλλά γιατί όπως ο ίδιος λέει: «Ο,τι κι αν γίνει, όταν θα είμαι νεκρός, πρέπει να πείτε ότι έκανα εκείνο που μπορούσα. Δεν είμαι εγωιστής αλλά δεν μου αρκεί αυτό που έκανα. Έχω ακόμα πολλά να κάνω. Θέλω να συνεχίσω».
Δεν πρόφτασε. Εκείνη τη μοιραία Πρωτομαγιά του 1976 έφυγε άδοξα σ’ ένα «τροχαίο» το οποίο αμφισβητείται κατά πόσο ήταν τυχαίο και πολύ περισσότερο το αμφισβητούν οι δικηγόροι της υπόθεσης μεταξύ των οποίων ο φίλος και συναγωνιστής του κ. Λευτέρης Βερυβάκης που είναι σήμερα ανάμεσα μας και που μας δίδει με το βιβλίο του αυτή την εξαιρετική ευκαιρία να φρεσκάρουμε τη μνήμη μας και να μάθουμε ακόμη περισσότερα γι’ αυτόν τον αγώνα που αποτέλεσε το εφαλτήριο μιας κοινωνικής επανάστασης που συγκίνησε την Ευρώπη και ξύπνησε την Ελλάδα από το λήθαργο της υποταγής.
Η αδάμαστη αντοχή και καρτερία του Παναγούλη, ο ουμανισμός του, η ξεκάθαρη πολιτική του φιλοσοφία, η αξιοπρέπειά του, ο αλτρουϊσμός του ξεδιπλώθηκαν στην μνημειώδη απολογία του στη Δίκη – παρωδία που τον καταδίκασε σε δις εις θάνατον και 18 χρόνια φυλάκιση: «…Δεν υποχωρώ κ.κ. δικασταί γιατί γνωρίζω ότι το ωραιότερον κύκνειο άσμα οιουδήποτε πραγματικού αγωνιστού είναι ο επιθανάτιος ρόγχος προ του εκτελεστικού αποσπάσματος μιας τυραννίας και αυτή την θεσιν αποδέχομαι».
Κι ερχόμαστε στο σήμερα. Αναζητούμε τα ποιήματά του για τα οποία ο Πιερ Παολο Παζολίνι έγραψε πως « Ο Παναγούλης με όργανο το σώμα του έγραψε ποιήματα όχι απλώς τέλεια, μεγαλειώδη» σε σχολικά βιβλία και δεν τα βρίσκουμε. Ποιήματα που γράφτηκαν με σπίρτα ή με το αίμα του στους τοίχους του Μπογιατίου και μοσχοβολούν λευτεριά. . Αναζητούμε αναφορές στον αγώνα του στα επίσημα βιβλία της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας και τις βρίσκουμε συνοπτικές ή και καθόλου.
Ξεχάσαμε ως Έλληνες; Θέλουμε να ξεχάσουμε; Επειδή ο Παναγούλης εντάχθηκε σε κόμμα που δεν είχε τη δύναμη και την ισχύ άλλων μεγαλύτερων, υποβιβάζεται η ποιότητα του αγώνα του και η επίδρασή που είχε στην ανατροπή του χουντικού καθεστώτος; Επειδή ανεξαρτητοποιήθηκε ως βουλευτής στην Βουλή της μεταπολιτευτικής Ελλάδας απαξιώθηκε η συμβολή του στην κάθαρση της χώρας μας από την τυρρανία που με τις αμερικανικές ευλογίες επιβλήθηκε με τη βία με στόχο την εγκαθίδρυση μιας «τουρκικού τύπου δημοκρατίας»;
Πόσα γνωρίζουν σήμερα οι νέοι μας για το ηθικό και ιδεολογικό κυρίως υπόβαθρο αυτού του αγώνα, ξέχωρα από πολιτικές τοποθετήσεις και προεκτάσεις; Μα πόσα να γνωρίζουν αφού ελάχιστοι πλέον τους μιλούν γι’ αυτό; Σήμερα, τα μηνύματα είναι παγκόσμια, η πληροφορία και η γνώση δεν είναι πλέον κατάκτηση αλλά καθημερινότητα, το περιεχόμενο των οραμάτων και των ιδανικών έχει εκφυλιστεί, η ανάγκη γι’ αυτά έχει ατροφήσει, και τα παιδιά μας μεγαλώνουν με την ψευδαίσθηση μιας υλικής ευδαιμονίας, κενής συναισθηματικού περιεχομένου, ανέλπιδης, στείρας. Η μοιρολατρία, η απάθεια και ο ατομικισμός συνθέτουν τα χαρακτηριστικά των κοινωνιών ενός μέλλοντος που συνειδητά αποκλείει τους ήρωες γιατί διαταράσσουν την επίπλαστη πραγματικότητα μας.
Οι νέες γενιές θα κληθούν να αναλάβουν την ευθύνη των δικών μας παραλείψεων. Πιστεύω ότι στη χώρα μας θα υπάρχει πάντα χώρος για τους ξεχωριστούς, αυθεντικούς, αληθινούς ανθρώπους. Θα υπάρχει πάντα θέση για κείνους που ξεχώρισαν απ’ το πλήθος, που έγραψαν ιστορία με τις επιλογές τους και τις θυσίες τους. Γιατί ακόμη κι αν οι ίδιοι δεν ζουν πια, πάντα θα υπάρχουν άλλοι που θα μιλούν γι’ αυτούς.
Αυτό το γνώριζε ο Αλέκος Παναγούλης εξ αρχής και ίσως ήταν μεταξύ άλλων και αυτό που του έδινε δύναμη, που εξασφάλιζε τη συνέχεια του δικού του αγώνα. Ο ίδιος εξάλλου έλεγε στους βασανιστές του ενώ ήταν φυλακισμένος στο Γουδί, κάθε φορά που του ανακοίνωναν την επικείμενη εκτέλεσή του:
«Εμείς θέλουμε εκτελέσεις. Εκτελέστε όποιον θέλετε και όσους θέλετε. Μετά από μας έρχονται άλλοι. Σ’ αυτούς τους άλλους υπολογίζουμε, δεν υπολογίζουμε στην επιτυχία οποιουδήποτε μεμονωμένου εγχειρήματος. Υπολογίζουμε στο λαό. Αν δεν εγκαταλείψετε, θα σας ανατρέψουν κάποιοι άλλοι».
Αυτοί οι άλλοι είναι σήμερα μαζί μας. Όχι για να ανατρέψουν ένα καθεστώς αλλά για να μας βοηθήσουν να ανατρέψουμε ένα κλίμα, μια νοοτροπία, μια στάση ζωής: αυτή του παθητικού αποδέκτη, του αδύναμου κριτή, του αδιάφορου πολίτη. Να μας υπενθυμίσουν ότι η ελευθερία είναι πάνω από όλα καθήκον. Να ευαισθητοποιήσουν τους νέους μας στην κατεύθυνση της αναζήτησης της αλήθειας.
Ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΒΕΡΥΒΑΚΗΣ ΩΣ ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΩΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ.
Νομίζω πως αυτός είναι κι ο σκοπός του συγγραφέα αυτού του πονήματος. Μέσα από την γλαφυρή παράθεση των γεγονότων, τις μαρτυρίες, τις προσωπικές καταθέσεις των πρωταγωνιστών, τα ποιήματα, τα έγγραφα, την ρεαλιστική περιγραφή του κλίματος που επικρατούσε, να κατανοήσουμε τις συνθήκες που επέτρεψαν την επιβολή της δικτατορίας, την πολιτική που ακολουθήθηκε από τις διάφορες ομάδες αντίστασης ή υποδούλωσης, να νοιώσουμε το φόβο και την ανασφάλεια που φίμωνε τα στόματα και φυλάκιζε τη σκέψη, να ταυτιστούμε με όλους εκείνους που ρίσκαραν τα πάντα σα να μην είχαν αν χάσουν τίποτα.
Ένα βιβλίο που αποδίδει με λυρισμό και αντικειμενικότητα τα γεγονότα που καθόρισαν την πιο κρίσιμη ιστορική περίοδο της σύγχρονης Ελλάδας αλλά κυρίως ενεργοποιεί τη συνείδησή μας και επικαιροποιεί τα ιδανικά που ξεθώριασαν, αναδεικνύοντας τη δύναμή τους.
Ο Λευτέρης Βερυβάκης υπήρξε σύντροφος και συναγωνιστής του Αλέκου Παναγούλη από την πρώτη στιγμή μέχρι το τέλος. Ακόμη κι όταν πολιτικά οι δρόμοι τους χώρισαν, ποτέ δεν διαφώνησαν για την αναγκαιότητα του αγώνα και πάντα συνεργάστηκαν για τη συνέχιση κι ενδυνάμωσή του με κάθε τρόπο. Είναι ένας από κείνους που γνώρισαν τα γεγονότα εκ των έσω αφού ήταν ανάμεσα σε κείνους που καθόρισαν τις εξελίξεις με τη δράση τους. Και πραγματικά μας συγκινεί γιατί ποτέ δεν ξέχασε. Δεν επέτρεψε στον εαυτό του να ξεχάσει. Παρότι τα χρόνια που ακολούθησαν αναγνωρίστηκε το ήθος, η μόρφωση και οι ικανότητές του, κατέλαβε σημαντικές πολιτικές θέσεις και αξιώθηκε να υπηρετήσει την πατρίδα του από υψηλά μετερίζια. Θα μπορούσε κι εκείνος να βολευτεί όπως πολλοί άλλοι, που φέρονται σα να υπήρξαν αγωνιστές σε μια άλλη ζωή και διάσταση, αλλά δεν το έκανε. Και πραγματικά του είμαστε ευγνώμονες κι εμείς και οι επερχόμενες γενιές γιατί προσφέρει στην κοινωνία μας μια γραπτή ιστορική παρακαταθήκη, προσιτή σε όλους όσοι νοιάζονται, σε όλους όσοι θελήσουν να μάθουν.
Το συγκεκριμένο βιβλίο ξεδιπλώνει στα μάτια μας εικόνες ζωντανές. Μεταφερόμαστε σε μυστικές συναντήσεις, συνωμοτούμε με τους αντιστασιακούς, νοιώθουμε την αύρα τους, μοιραζόμαστε την αγωνία και την οργή τους, αγανακτούμε, πληγωνόμαστε, ντρεπόμαστε, φοβόμαστε αλλά ελπίζουμε. Και μαζί αισθανόμαστε υπερήφανοι, γράφουμε ποιήματα, δεχόμαστε την παγκόσμια συμπάθεια, παίρνουμε δύναμη.
Καλογραμμένο, σύνθετο μες την απλότητά του, συγκλονιστικό μες το ρεαλισμό του, συγκινητικό και αέρινο μέσα από τους στίχους που φιλοξενεί από ποιήματα που μπορεί να μη διασώθηκαν στο σύνολό τους αλλά αρκούν όσα σώθηκαν για να ανατριχιάσουμε στο κάλεσμα που μας απευθύνουν.
Ο συγγραφέας, καταδικασμένος και ο ίδιος από το καθεστώς των συνταγματαρχών σε ισόβια κάθειρξη για τη συμμετοχή του στην αποτυχημένη δολοφονική απόπειρα κατά του Παπαδόπουλου, δεν κάμφθηκε ηθικά, δεν μείωσε την αγωνιστική του δράση ακόμη και μετά το θάνατο του Αλέκου, που ως δικηγόρος πια και ενώ τα υπολείμματα του καθεστώτος ήταν ακόμη ενεργά, ανέλαβε με άλλους 4 συνεργάτες του την διαλεύκανση της επικίνδυνης υπόθεσης του «τροχαίου».
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Κυρίες και Κύριοι,
Θα ήταν ιεροσυλία να επιχειρήσω να εντρυφήσω ακόμη περισσότερο στο θέμα τη στιγμή που υπάρχουν σήμερα ανάμεσά μας άνθρωποι που έχουν βιωματικές εμπειρίες απ’ αυτό και τους οποίους ανυπομονούμε να ακούσομε.
Θέλησα να μοιραστώ μαζί σας κάποιες σκέψεις μου για μια σελίδα της ιστορίας μας που, παρότι πρόσφατη και μελανή, δεν έχει αποτιμηθεί ούτε εκτιμηθεί όπως της αξίζει.
Είναι σίγουρα πολλά αυτά που δεν γνωρίζουμε και ίσως δε μάθουμε ποτέ. Έτσι εξάλλου δε συμβαίνει πάντα με την ιστορία; Σημασία πάντως έχει να γνωρίζουμε τα κίνητρα όσων την έγραψαν. Να αναγνωρίζουμε την προσφορά εκείνων που πρόβλεψαν το μέλλον και το καθόρισαν. Προς όφελος όλων μας με την προσωπική τους μεγαλόπρεπη θυσία.
Έτσι θα πρέπει κατά την άποψη μου να προσεγγίσουμε και να θυμόμαστε τον Αλέκο Παναγούλη. Ως σύμβολο υπεράσπισης των ανθρώπινων κοινωνιών και αξιών. Ως αγωνιστή περήφανο, ασυμβίβαστο, αποφασισμένο, λεύτερο. Ως άνθρωπο της θυσίας, της προσφοράς, της αλήθειας. Ως πρότυπο αντίστασης απέναντι στο φθαρτό, το βίαιο, το απάνθρωπο, το ευτελές. Μιας αντίστασης που σφραγίστηκε με μια απόπειρα δολοφονίας του τυράννου, εγχείρημα που έστρεψε το ενδιαφέρον της παγκόσμιας κοινής γνώμης στην Ελλάδα, 25 απεργίες πείνας, μια απόπειρα δολοφονίας του επαναστάτη, φυλακίσεις, βασανιστήρια, δύο αποδράσεις, μια προδοσία, καταδίκες σε θάνατο, και τέλος μια κατά πάσα πιθανότητα δολοφονία για να μείνει για πάντα κλειστό ένα στόμα που έλεγε πολλά και μια καρδιά που χτυπούσε αδιάκοπα και ανελέητα σε βάρος των δικτατόρων.
Εκείνος δε ζει πια. Το τέλος ήρθε νωρίτερα και με τρόπο ανάξιο του μεγαλείου του. Μάλλον η μοίρα του συμμερίστηκε το χιούμορ του, που ποτέ δεν το έχασε και το πεπρωμένο του τον συνάντησε σε τόπο και με τρόπο που ούτε ο ίδιος δεν φαντάστηκε.
Ζει όμως μέσα από τα βιβλία και τις ζωντανές μαρτυρίες των συντρόφων του που συνεχίζουν να τον υποστηρίζουν και να τον τιμούν, ζει μέσα από τους στίχους των ποιημάτων του, ζει μέσα στην εσωτερική φωνή του καθενός μας που μας ψιθυρίζει πως «η χαρισμένη ελευθερία δίνει πάντοτε πικρούς καρπούς» για να μας θυμίζει ότι πρέπει πάντα να τη διεκδικούμε και να την κερδίζουμε.
Να είστε καλά. Σας ευχαριστώ.Δείτε άλλα άρθρα του αποστολέα | |
Εκτύπωση σελίδας | |
Αποστολή σε φίλο |
Σχολιάστε: