Το σχέδιο νόμου της κυβέρνησης εισάγει νέους, καινοτόμους για την χώρα μας θεσμούς για την «ρύθμιση χρεών υπερχρεωμένων καταναλωτών» και δεν μπορούμε παρά να χαιρετίσουμε τη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης και την σκοπιμότητα που εισάγει η ρύθμιση. Πρόκειται για μία νέα φιλοσοφία πάνω στο καυτό για εκατομμύρια Ελληνες θέμα του δανεισμού.
Διαπιστώνοντας στο κείμενο του νομοσχεδίου κάποια σημαντικά ζητήματα που κατά την θέση μας χρήζουν διαφορετικής ρύθμισης και προσοχής εργαστήκαμε με την μεθοδικότητα που μας χαρακτηρίζει, ώστε να συγκεράσουμε τις θέσεις του νομοσχεδίου και τον δικαιοπολιτικό σκοπό του με τις θέσεις μας.
Το αποτέλεσμα της κοπιώδους επιστημονικής εργασίας μας ήταν μία νέα ολοκληρωμένη πρόταση, ένα νέο σχέδιο νόμου, το οποίο θέτουμε υπ’ όψιν της κυβέρνησης και των λοιπών αρμοδίων φορέων, ζητώντας να είναι αυτό που τελικά θα εισαχθεί προς ψήφιση και σε κάθε διαφορετική περίπτωση να ληφθούν σοβαρά υπόψη οι παρατηρήσεις και τροποποιήσεις που προτείνονται.
Στο παρόν δελτίο τύπου αναφερόμαστε συνοπτικά στα θέματα που θίγονται στο σχέδιό μας και καλούμε σε διαβούλευση για αυτό στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://newinka.wordpress.com/, όπου παρατίθεται ολόκληρο.
Στην εισαγωγή του σχεδίου μας αναφερόμαστε στην δικαιοπολιτική αναγκαιότητα του θεσμού. Αναλύεται το ζήτημα της ισχύος των τραπεζών και οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν και τους επέτρεψαν υπερβολικά κέρδη εις βάρος της κοινωνίας. Κύρια στεκόμαστε και αναλύουμε την κοινωνική κατάσταση που προκάλεσαν και προκαλούν.
Σκοπός του νόμου κατά τις θέσεις μας πρέπει να είναι η απελευθέρωση των ανθρώπων από τον τραπεζικό ζυγό που τους αχρηστεύει ουσιαστικά και παραγωγικά και η επανένταξή τους σε διαδικασίες δημιουργικές και παραγωγικές. Αυτό θα είναι το μεγάλο κοινωνικό όφελος: η επαναδραστηριοποίηση των ανθρώπων που ζουν κρυμμένοι από τις τράπεζες και τις εισπρακτικές και δεν έχουν καμία πρόθεση να δημιουργήσουν κάτι επειδή γνωρίζουν πως ό,τι φτιάξουν θα το κατάσχουν οι τράπεζες.
Την ανάγκη της «σεισάχθειας» την συνδυάζουμε με την ανάγκη νέων μέτρων, μέτρων για όλους, τα οποία θα απαγορεύσουν οριστικά τα φαινόμενα εξανδραποδισμού των ανθρώπων και θα ορθολογικοποιήσουν την παραγωγική διαδικασία στην χώρα.
Με το νομοσχέδιο που συντάξαμε ως πρόταση, δίνονται και προτείνονται ουσιαστικές, άρτιες και συγκεκριμένες λύσεις στα ακόλουθα:
- Σε ερμηνευτικά ζητήματα που είναι δυνατόν να τεθούν με το σχέδιο νόμου ως έχει.
- Ορίζουμε αντικειμενικά με βάση το είδος των δανείων και όχι υποκειμενικά με βάση την ιδιότητα των προσώπων, το ποιοι μπορούν να ενταχθούν στην ρύθμιση.
- Ρυθμίζουμε κατά τρόπο σαφέστερο και αντικειμενικό τις προϋποθέσεις υπαγωγής στο νομοσχέδιο.
- Στο θέμα των πολλών, πολυδαίδαλων, κοστοβόρων και χρονοβόρων διαδικασιών που προβλέπει. Προτείνουμε, ορίζουμε και ζητούμε ένα στάδιο συμβιβαστικής επίλυσης υπό καθεστώς πλήρους προστασίας του οφειλέτη.
- Προτείνουμε συγκεκριμένες διαδικασίες και αμοιβές που θα διασφαλίζουν τους οφειλέτες.
- Περιορίζουμε την δυνατότητα δικαστικής αυθαίρετης κρίσης, επιζήμιας για τους οφειλέτες.
- Ζητούμε και θέτουμε τους όρους για την προστασία των οφειλετών που έχουν καταβάλλει μεγάλα χρηματικά ποσά στις τράπεζες.
- Δίνεται λύση στο θέμα της προστασίας και των εγγυητών.
- Ζητούμε και θέτουμε τους όρους για την κατάργηση του θεσμού της ιδιωτικής πτώχευσης, που φαίνεται να εισάγεται με το νομοσχέδιο. Είναι άκρως προσβλητική για τους ανθρώπους και επιζήμια από κάθε άποψη.
- Δίνονται εναλλακτικές δυνατότητες στους οφειλέτες προκειμένου να μην χάσουν την ακίνητη και κινητή περιουσία τους.
- Ζητούμε απαραίτητα την κατάργηση του θεσμού του συνδίκου, που προβλέπει το νομοσχέδιο και κάθε συσχέτιση του θεσμού με την πτώχευση των ανθρώπων και το πτωχευτικό δίκαιο.
- Ζητούμε και προτείνουμε συγκεκριμένες λύσεις που προστατεύουν τον μισθό και τα κινητά πράγματα της οικίας του οφειλέτη.
- Ζητούμε την αντικατάσταση θεσμών που είναι δυνατόν να θίξουν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα των οφειλετών.
- Τέλος, ρυθμίζουμε τεχνικά νομικά ζητήματα, διασφαλίζουμε τις διαδικασίες και τον οφειλέτη ως προσωπικότητα.
Ζητούμε από την κυβέρνηση και την αρμόδια υπουργό να κάνει δεκτές τις παρατηρήσεις μας και να εισάγει την πρότασή μας.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ανάλυσής και της πρότασής μας.
Α. ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΤΙΚΗ (συνοπτική) : Η κοινωνική κατάσταση και η αντιμετώπισή της.
Για όσους ζουν μέσα στην πραγματική πλατειά κοινωνία είναι γνωστό το πρόβλημα της υπερχρέωσης της συντριπτικής πλειοψηφίας των οικονομικά αδύναμων ανθρώπων. Αφήνοντας κατά μέρος το ατομικό κομμάτι της ευθύνης και των αιτίων της, αυτό που αφορά τον καθένα ξεχωριστά και δεν μπορεί παρά να εξεταστεί μέσα από αβέβαιες μόνο και προβληματικές ομαδοποιήσεις και προσεγγίσεις θα πρέπει να αναζητήσουμε τα αίτια που αφορούν το κοινωνικό πεδίο. Είναι σαφές ότι ο δανεισμός των ιδιωτών και η «απελευθέρωσή» του αποτέλεσε μία καθαρά πολιτική επιλογή. Ως πράξη πολιτική, είναι επίσης σαφές για κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο ότι επιβλήθηκε με βάση συγκεκριμένες σκοπιμότητες και όχι από κάποια μεταφυσική παρότρυνση. Το πώς και γιατί επιβλήθηκε και επικράτησε η απελευθέρωση του δανεισμού ιδιωτών προκύπτει από την εξέταση των προσώπων που μετέχουν στην σύμβαση δανείου.
Στην σχέση του δανεισμού δύο είναι τα πρόσωπα που συμβάλλονται και εν γένει υφίστανται, ο δανειστής και ο δανειζόμενος. Η σχέση ξεκινά πάντα με πρωτοβουλία του δανειζόμενου, ο οποίος χρησιμοποιεί τον δανεισμό για να καλύψει κάποιες ανάγκες του τις οποίες θεωρεί ζωτικές και άμεσες. Το εάν αυτές οι ανάγκες είναι πραγματικά ζωτικές και άμεσες, εάν είναι πραγματικές ή επίπλαστες είναι ένα ζήτημα που χρειάζεται πραγματικά σοβαρή ανάλυση και εξέταση. Το γιατί οι ανάγκες αυτές να δημιουργούνται ή (εφόσον είναι πραγματικές και άμεσες) να μην μπορούν να καλυφθούν μέσα από την κοινωνική συμβίωση και προσπάθεια, είναι επίσης ένα σημαντικότατο και συναφές με τα ανωτέρω ζητούμενο. Ας ψάξουμε καλά και σοβαρά για τις αιτίες και τις λύσεις στο ερώτημα.
Μερικές σαφείς όμως και βασικές απαντήσεις στα ανωτέρω ερωτήματα και στα εκατοντάδες ερωτήματα που προκύπτουν από τις θεωρήσεις αυτές, δίνει η εξέταση των προθέσεων και σκοπιμοτήτων του δανειστή και για να μην πλαταίνει το πεδίο της ανάλυσης των σκοπιμοτήτων του κατ’ επάγγελμα δανειστή.
Είναι σαφές ότι ο τελευταίος, ο κατ’ επάγγελμα δανειστής, εξαρτά άμεσα την επαγγελματική του υπόσταση και την εν γένει ισχύ του από την ύπαρξη δανειζόμενων και κατ’ ακολουθία από την ύπαρξη της ανάγκης δανεισμού.
Θα ήταν πραγματικά ωφέλιμο για το κοινωνικό σύνολο και την γνώση μας πάνω στα πράγματα να μελετηθούν και να αναλυθούν οι τρόποι και τα μέσα με τους οποίους τα μεγάλα μορφώματα των δανειστών, οι τράπεζες, επηρεάζουν ή προκαλούν, νόμιμα ή παράνομα, θεμιτά ή αθέμιτα, την ανάγκη κάποιων ανθρώπων να προσφεύγουν στον δανεισμό.
Χρήσιμο επίσης θα ήταν να μελετηθεί και εξακριβωθεί ο βαθμός διείσδυσης των τραπεζών, όχι μόνο στην πολιτική ζωή και τους πολιτικούς, αλλά:
- σε όλους τους μηχανισμούς και θεσμούς,
- σε όλα τα επιχειρηματικά μορφώματα που καλύπτουν τις ανάγκες των δανειζόμενων
- στην οικονομία εν γένει.
Αυτά είναι τα εργαλεία της γνώσης, για να μπορέσουμε να εννοήσουμε τον τρόπο της δράσης των μορφωμάτων των δανειστών και μας λείπουν, αν και πολλοί γνωρίζουμε ένα κομμάτι της αλήθειας και υποψιαζόμαστε το υπόλοιπο … .
Εάν θέλετε λοιπόν να βρείτε αλήθειες και απαντήσεις στα ερωτήματα περί του δανεισμού, που τέθηκαν πιο πάνω και όλα όσα συναφή σκέπτεστε, ψάξτε τις αλήθειες στον ρόλο και την ισχύ των δανειστών.
Το βέβαιο είναι ότι η κατάσταση αυτή στα νοικοκυριά είναι αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών του νεοφιλελευθερισμού. Η «απελευθέρωση» των τιμών των αγαθών και η ρύθμισή τους έξω από τα πλαίσια ρύθμισης της κοινωνίας-κράτους με την παράλληλη εφαρμογή προγραμμάτων διαρκούς λιτότητας για το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας (στην Ελλάδα κλείνουμε σε λίγο μια 15ετία διαρκούς λιτότητας), προκάλεσε από την μία πλευρά την συνεχή άνοδο στις τιμές των αγαθών και από την άλλη πλευρά την αδυναμία ολοένα και περισσότερων να ανταποκριθούν στις ανάγκες της ζωής. Μια σειρά από «απελευθερώσεις» (δηλ. ανεξέλεγκτες κοινωνικά πορείες τιμών των αγαθών) δεν οδήγησε μόνο στην διαρκή, συνεχή και πάγια αύξηση των τιμών των αγαθών, αλλά και στην κατεύθυνση προς μία σειρά δανεισμών. Η «απελευθέρωση» π.χ. των μισθωμάτων οδήγησε στην λύση των στεγαστικών δανείων, αφού τα μισθώματα έγιναν πραγματικά ασύμφορα. Παράλληλα, η διαρκής προβολή της αυταπάτης του καταναλωτισμού ως του μοναδικού τρόπου ζωής που χαρίζει την ευτυχία στον άνθρωπο, η μετατροπή κάθε έκφανσης της ανθρώπινης προσωπικότητας σε οικονομική αξία, προσδιόρισαν και προσδιορίζουν το αξίωμα «Είσαι όσα Έχεις» σε κεντρικό ατομικό και κοινωνικό στόχο.
Ουσιαστικά οι κοινωνίες εγκλωβίστηκαν στον υλικό ευδαιμονισμό και με μία σειρά από πρακτικές και με τις αντιπαραγωγικές για τον «δυτικό κόσμο» του ολοκληρωτικού καπιταλισμού εκφάνσεις της παγκοσμιοποίησης, οδηγούνται σε πραγματικά αδιέξοδα, που όμοιά τους δεν έχει γνωρίσει η ανθρώπινη ιστορία. Μία από τις κυριότερες συνέπειες και ίσως η σημαντικότερη σε οικονομικό επίπεδο είναι ο δανεισμός και ο υπερδανεισμός.
Στο κοινωνικό πεδίο η σημαντικότερη συνέπεια είναι η εξάρτιση των ανθρώπων και των κοινωνιών από τον δανεισμό και τους δανειστές και η συνακόλουθη καταστροφή κάθε παραγωγικής διαδικασίας που θα στηριζόταν σε αυτούς, αφού γνωρίζουν πως ό,τι και εάν δημιουργήσουν θα κατασχεθεί από τον δανειστή.
Στην Ελλάδα της ανωριμότητας, της εξάρτισης από τα οικονομικά κέντρα εξουσίας και των διευρυνόμενων παραγωγικών ελλειμμάτων το φαινόμενο λειτούργησε στον υπερθετικό βαθμό. Από την μία πλευρά, οι τράπεζες αφέθηκαν να δανειοδοτούν με αισχροκερδή επιτόκια υπερχρεώνοντας την κοινωνία και την οικονομία της, αυξάνοντας την εξάρτιση των ανθρώπων και του κοινωνικού συνόλου από αυτές. Η πρακτική αυτή μεταφράστηκε σε υπερκέρδη, σε κέρδη τριπλάσια και πλέον των αντίστοιχων ευρωπαϊκών σε σχέση με τα διακινούμενα κεφάλαια και τούτο αποτελεί μία σαφή απόδειξη της καταχρηστικής αισχροκερδούς συμπεριφοράς τους. Από την άλλη πλευρά η ίδια η οικονομία, που βίωνε και βιώνει το τεράστιο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας λόγω των υψηλών επιτοκίων, οδηγήθηκε σε αντιπαραγωγικές λύσεις μιας ολοένα διογκούμενης εμπορικής αγοράς χωρίς εσωτερικό παραγωγικό υπόβαθρο. Η κοινωνία οδηγήθηκε στην μαζική επιλογή του εμπορίου, που τις συντριπτικά περισσότερες φορές είχε ως περιεχόμενο τον τραπεζικό δανεισμό με υψηλά επιτόκια, προκειμένου να κατασκευαστούν «ράφια καταστημάτων και βιτρίνες για την πώληση εισαγόμενων αγαθών». Η προηγούμενη φράση, συμβολικά περικλείει και την αντιπαραγωγική κατεύθυνση της ελληνικής οικονομίας. Άλλωστε και περαιτέρω, σε μία χώρα «εμπόρων» ουδείς σέβεται τον παραγωγό. Στην πραγματικότητα το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας εργαζόταν και εργάζεται για τις τράπεζες και τα υπερκέρδη τους, που προκύπτουν από τα υψηλά επιτόκια. Τα τελευταία υποχρεώνουν τους ανθρώπους να αφιερώνουν ένα μεγάλο μέρος της παραγωγικής δράσης τους στην εξόφλησή τους.
Ως ήταν αναμενόμενο, τα πράγματα οδηγήθηκαν σε κοινωνικό αδιέξοδο. Ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας μας, ένα μεγάλο κλάσμα από τους ανθρώπους που την συγκροτούν και αποτελούν το πραγματικό παραγωγικό της δυναμικό βρίσκονται δέσμιοι των δανείων και των δανειστριών τραπεζών. Ουσιαστικά βρίσκονται εκτός παραγωγής και δημιουργικής εργασίας, καθώς, είτε αδυνατούν να συνεχίσουν την δράση τους (υπερχρέωση, «Τειρεσίας», έλλειψη δυνατότητας οικονομικής κίνησης κ.α.), είτε από την άποψη της οικογενειακής και προσωπικής τους ζωής δεν έχει κανένα απολύτως νόημα το να δημιουργήσουν, το να παράγουν στο μέλλον, αφού αυτό θα έλθουν να το νοσφιστούν οι δανειστές – τραπεζίτες. Οι τελευταίοι έχουν καταστεί κατά τα τελευταία έτη κυρίαρχοι της συνολικής οικονομίας της χώρας και κύριοι της ακίνητης εμπραγμάτωσης της χώρας.
Είναι σαφές ότι είναι επιτακτικό δημόσιο και κοινωνικό συμφέρον η απελευθέρωση αυτών των ανθρώπων από την κατάσταση παραγωγικής αδράνειας και εγκλωβισμού στην οποία έχουν περιέλθει. Η ιδιότυπη αυτή ομάδα των φυλακισμένων ανθρώπων αναζητεί το κλειδί προς την ελευθερία και την επανένταξη !!!.
Το κράτος των Ελλήνων, έχει την Συνταγματική και θεμελιώδη για την συγκρότηση και την συνοχή του υποχρέωση να επέμβει για να διαφυλάξει το μέλλον της κοινωνίας μας και να διασώσει εκατομμύρια ανθρώπους από τον οιονεί εξανδραποδισμό που δημιουργούν τα χρέη στις τράπεζες. Η επίλυση των προβλημάτων αυτών οφείλει και πρέπει να θεσμοθετηθεί, όχι ως απλό μέτρο διαχειριστικής και ρυθμιστικής φύσης, αλλά ως κεντρικό ζήτημα της κοινωνίας που θα επιφέρει σαφή και πρόδηλη δημόσια κοινωνική ωφέλεια.
Μέσα σε ένα καθαρά αστικό νομικό πλαίσιο, που προστατεύει την ιδιοκτησία (και όχι την χρήση της) ως «κόρην οφθαλμού» θα πρέπει να προβληθεί και το μέτρο αυτό της δημόσιας ωφέλειας που θα αιτιολογήσει συγκεκριμένα, πειστικά και βάσιμα τις αποφάσεις και τα μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν και οι ανωτέρω αναλύσεις μας μπορούν να αποτελέσουν μία καλή βάση σκεπτικού και εισηγητικής έκθεσης του νόμου (συνδυασμένες με περαιτέρω ανάλυση και στατιστικά στοιχεία), ώστε να αποφευχθούν οι δικαστικές παλινωδίες και σε κάθε περίπτωση να αντιμετωπιστούν τα νομικά επιχειρήματα των τραπεζών.
Είναι συνεπώς κοινωνικά αναγκαία μία σύγχρονη «σεισάχθεια» και εξυπηρετεί αυτή άμεσα την δημόσια κοινωνική ωφέλεια που θα προκύψει από την επαδραστηριοποίηση των ανθρώπων, της κοινωνίας και της οικονομίας της. Ως μέτρο θεραπείας η «σεισάχθεια» που επιχειρείται με το σχέδιο νόμου δεν μπορεί από μόνη της να λύσει τα προβλήματα, παρά μόνο να τα θεραπεύσει προσωρινά. Για αυτό και ο αρχαίος νομοθέτης Σόλων, ονομάστηκε «σοφός» γιατί συνόδευσε τν «σεισάχθεια» με την απαγόρευση εξανδραποδισμού για χρέη και μία σειρά μέτρων οικονομικού επαναπροσδιορισμού και ανόρθωσης της οικονομίας. Επομένως, η σύγχρονη «σεισάχθεια» θα πρέπει να συνοδεύεται από μέτρα πρόληψης, που θα καθιστούν αδύνατη την επαναφορά στον κοινωνικό τραπεζικό εξανδραποδισμό, αλλά και μέτρα επαναπροσδιορισμού της κατεύθυνσης της οικονομίας, προς την πραγματική παραγωγικότητα. Άλλως είναι βέβαιο ότι σε μία δεκαετία η απλή θεραπεία της «μερικής σεισάχθειας» που επιχειρείται θα μας βρει με τα ίδια προβλήματα και δη διογκωμένα και με μερικές νέες δεκάδες χιλιάδες περιουσίες κατασχεμένες υπέρ των τραπεζών ή στα χέρια τους. Παράλληλα, η επιμονή στο αυτό οικονομικό μοντέλο, η επιμονή στο αποδεδειγμένα «λάθος» δεν έχει να προσφέρει παρά πολλαπλασιασμό της υστέρησης. Κάποιος που έχει ένα εμπορικό κατάστημα ή μία εν γένει δραστηριότητα αποδεδειγμένα ζημιογόνο, δεν μπορεί να συνεχίσει να την ασκεί δημιουργώντας νέα ελλείμματα και χρέη. Πρέπει να οδηγηθεί σε νέες λύσεις, δημιουργικές και ουσιαστικές και αυτό είναι μία υποχρέωση της συντεταγμένης σε κράτος κοινωνίας. Θα πρέπει συνεπώς να υπάρξει μία σειρά μέτρων που θα απελευθερώνουν τους ανθρώπους, θα τους επαναδραστηριοποιούν, αλλά και θα τους δίνουν την δυνατότητα να κινηθούν σε ένα πιο βέβαιο και μη αισχροκερδές περιβάλλον.
Β. Οι κίνδυνοι από την διάταξη του άρθρου 17 του Συντάγματος και του άρθρου 1 του α’ πρόσθετου πρωτοκόλλου της «Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου» (ΕΣΔΑ).
Είναι σαφές για όσους έχουν ειδική νομική γνώση πάνω στα θέματα αυτά, ότι για τις τράπεζες, το πεδίο προσβολής των όποιων μέτρων ληφθούν, θα βρίσκεται πάνω στο θεωρητικό και νομικό εποικοδόμημα της προστασίας της ιδιοκτησίας.
Ο πρώτος κίνδυνος που διατρέχει το σχέδιο νόμου είναι να προσβληθεί δικαστικά στα ελληνικά και διεθνή δικαστήρια για παραβίαση των ανωτέρω διατάξεων και συγκεκριμένα των περιουσιακών δικαιωμάτων των τραπεζών. Για να μην προβούμε στην παράθεση της πολυσέλιδης θεωρητικής και νομολογιακής μας ανάλυσης (είναι σε κάθε περίπτωση στην διάθεση παντός ενδιαφερομένου) καταλήγουμε στα κύρια συμπεράσματα: Το σχέδιο νόμου μπορεί δυνητικά να κριθεί ότι αποτελεί:
α. Απαλλοτρίωση περιουσιακού δικαιώματος των τραπεζών χωρίς πλήρη αποζημίωσή τους (άρθρο 17§1 Συντάγματος).
β. Προσβολή του δικαιώματος στην περιουσία (άρθρο 1 του α’ πρόσθετου πρωτοκόλλου της «Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου» (ΕΣΔΑ).
Πέρα από την θεωρητική και νομολογιακή ανάλυση και τα λοιπά επιχειρήματα που προκύπτουν από πλέγμα διατάξεων και αρχών του δικαίου για όσους από εμάς υπερασπιστούμε το προτεινόμενο νομοσχέδιο θα πρέπει πρωταρχικά και κύρια να τεθούν στο κείμενο του νόμου και οπωσδήποτε και κατ’ ελάχιστο στην εισηγητική έκθεση αιτιάσεις που να καλύπτουν και να αναλύουν κατά τρόπο συγκεκριμένο:
- Το δημόσιο συμφέρον για την θέσπιση της ρύθμισης
- Το δημόσιο όφελος που θα επέλθει από αυτή
- Την απαγόρευση χρήσης της περιουσίας σε βάρος του γενικού συμφέροντος.
- Την υποχρέωση του κράτους να προγραμματίζει και να συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας (οικονομίας (άρθρο 106 Συντάγματος)
- Την απαγόρευση να αναπτύσσεται η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας (άρθρο 106 Συντάγματος).
- Την απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (άρθρο 25 Συντάγματος).
Οι ανωτέρω αναφορές είναι αναγκαίες, ώστε μαζί με ένα πλέγμα διατάξεων του Συντάγματος (άρθρο 4, λοιπές διατάξεις άρθρου 25 κ.α.) και των διεθνών συμβάσεων που έχει υπογράψει η χώρα, να προστατευτεί το κύρος των διατάξεων και του νόμου εν γένει.
Οι αναφορές μας συνεπώς στην αρχή του κειμένου δεν ήταν τυχαίες, αλλά εξυπηρετούν την ανάγκη αυτή, την ανάγκη θωράκισης του νόμου ως προς την Συνταγματική και διεθνή του νομιμότητα και τυχόν προσβολή.
Είμαστε άμεσα στην διάθεση της κυβέρνησης για να παράσχουμε επί του θέματος επαρκέστερες και ενδελεχέστερες αναλύσεις.
Γ. Αρχή του σεβασμού και προστασίας της προσωπικότητας του ανθρώπου και ώθηση του προς την επαναδραστηριοποίηση.
Το νομοσχέδιο με την αναφορά του στην αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του πτωχευτικού δικαίου και την ρύθμιση του άρθρου 5, οδηγεί στο ερμηνευτικό συμπέρασμα ότι πρόκειται για νομοσχέδιο που εισάγει και προβλέπει θεσμό πτώχευσης του ιδιώτη οφειλέτη. Το κυρίαρχο νομικό χαρακτηριστικό του θεσμού της πτώχευσης είναι η στέρηση του δικαιώματος να διαχειρίζεται ο ίδιος την περιουσία του. Πρόκειται για μέτρο έσχατης προσβολής της ανθρώπινης προσωπικότητας και του σεβασμού της που αντίκειται στον σκοπό του νόμου, όπως τον αντιλαμβανόμαστε και αναλύσαμε ανωτέρω : στην παραγωγική επαναδραστηριοποίηση των ανθρώπων που συγκροτούν αυτή την κοινωνία και δημιουργούν το μέλλον της.
Στην κατ’ άρθρο πρότασή μας θα επεξηγήσουμε περαιτέρω και ειδικότερα τις θέσεις μας, όμως πρέπει να εννοήσουμε ότι η καθιέρωση θεσμού ιδιωτικής πτώχευσης αντιβαίνει τελολογικά τους σκοπούς του ίδιου του νόμου, εφόσον σκοπός του είναι η προστασία των δανειοληπτών. Το ορθό θα είναι να απαλειφθεί οποιαδήποτε τέτοια δυνατότητα.
Γ. Αρχή της οικονομίας της δράσης και των διαδικασιών
Είναι σαφές ότι ένα τέτοιο σχέδιο νόμου δεν μπορεί να επιτύχει εάν επιφέρει σημαντικά οικονομικά βάρη στους ήδη βεβαρυμμένους και αδύναμους δανειολήπτες για τις διαδικασίες του. Είναι όμως απαραίτητο να σκεφτούμε και να εννοήσουμε ότι δεν είναι προς το συμφέρον οποιασδήποτε πλευράς, αλλά και του κοινωνικού συνόλου, να σπαταλιούνται χιλιάδες ώρες ανθρώπινης εργασίας και τεράστιο συνολικά κόστος, σε διαδικασίες, ιδίως συμβιβαστικής επίλυσης. Προτείνουμε συνεπώς την απλοποίηση και ελαχιστοποίηση των διαδικασιών, ώστε να μην χαθούν χιλιάδες εργατοώρες ανθρώπων που θα μπορούσαν να προσφέρουν την δράση τους σε παραγωγικούς σκοπούς, αλλά και να μειωθεί το γενικό κόστος, για τα μέρη και το δημόσιο.
Το κυριότερο μέτρο – τροποποίηση που προτείνουμε είναι αυτό μίας και μόνης διαδικασίας διαβούλευσης - συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς, που διενεργείται μετά την κατάθεση της αίτησης εκ μέρους του δανειολήπτη.
Οι προτάσεις μας αναπτύσσονται στα επιμέρους άρθρα.
Ε. Ας το κάνουμε με τον ελληνικό τρόπο που θα εξυπηρετεί τις ανάγκες του Έλληνα και θα καλύπτει τις ιδιαιτερότητες της μέχρι σήμερα λειτουργίας του συστήματος.
Οι διατάξεις του νομοσχεδίου (πολλές από τις οποίες χρήζουν επαναδιατύπωσης) αποτελούν μεταφορά του αντίστοιχου Γερμανικού Δικαίου και του Γερμανικού Πτωχευτικού Κώδικα, αλλά και των επηρεασμένων από αυτόν αντίστοιχων διατάξεων των Σκανδιναβικών, κεντροευρωπαϊκών κρατών και των δικαίων του Βελγίου και της Ολλανδίας.
Είναι σαφές ότι οι διατάξεις αυτές και είναι ενταγμένες σε ένα διαφορετικό πλαίσιο σύλληψης, αλλά και αντιμετωπίζουν μία διαφορετική από την Ελληνική πραγματικότητα.
Οφείλουμε συνεπώς να προσαρμόσουμε τις διατάξεις του νομοσχεδίου, ώστε να εκμεταλλευτούμε τις θετικές του πτυχές, αλλά παράλληλα, να θεραπεύσουμε τα προβλήματα που προκύπτουν από την ελληνική πραγματικότητα, προσθέτοντας μία άλλη, μία ελληνική κοινωνική αντίληψη και μία σαφή πολιτική χροιά και στόχευση. Τα τελευταία απουσιάζουν από το Γερμανικό δίκαιο. Οφείλουμε συνεπώς να συνθέσουμε ένα νομοσχέδιο με ευρύτερη αντίληψη των θεμάτων που διαλαμβάνει, ώστε να επιτύχουμε κάτι δικαιότερο και πιο ουσιαστικό, προσαρμοσμένο στην Ελληνική πραγματικότητα, ωθώντας παράλληλα την Ευρώπη σε μια ουσιαστική αντίληψη και της δικής της κοινωνικής πραγματικότητας.
Ας το φτιάξουμε λοιπόν με τον «ελληνικό τρόπο», ας το κάνουμε δικό μας και πρωτοπόρο.
ΣΤ. Οι επιμέρους διατάξεις και οι προτάσεις μας για τροποποιήσεις τους (οι προτεινόμενες διατάξεις είναι με έντονο μαύρο χρώμα) :
ΑΡΘΡΟ 1
1. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις ρύθμισης και απαλλαγής των φυσικών προσώπων από χρέη που προέρχονται από τραπεζικά προϊόντα καταναλωτικής πίστης και δάνεια από ιδιώτες (σ.σ. ανάλογα με την πρόθεση ρύθμισης: και στεγαστικά δάνεια). Αφαιρείται το {δεν προέρχονται από την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας. Χρέη που προέρχονται από περιορισμένη σε έκταση επαγγελματική δραστηριότητα που δεν προσδίδει στον οφειλέτη την εμπορική ιδιότητα μπορούν ομοίως να υπαχθούν στη διαδικασία του παρόντος νόμου.}
Σ.σ. Ας προσδιοριστεί το πλαίσιο ρύθμισης με βάση το αντικείμενο (το είδος του δανείου) για να είμαστε ακριβόλογοι και σαφείς ως προς το πεδίο ρύθμισης και να μην υποκειμενικοποιούμε ή σχετικοποιούμε τις προϋποθέσεις ένταξης δημιουργώντας και ερμηνευτικές δυσχέρειες. Έτσι εξυπηρετείται και η αρχή της ισότητας και δεν δυσχεραίνεται η θέση των εμπόρων και άλλων κατηγοριών πολιτών, που μπορούν με βάση το είδος του δανεισμού να εισαχθούν στην ρύθμιση.
Η πρότασή μας αυτή λαμβάνει ως δεδομένο ότι θα υπάρξει άμεσα και σχετική ρύθμιση για τα επαγγελματικά δάνεια και τα λοιπά τραπεζικά προϊόντα. Διαφορετικά, τουλάχιστον τα επαγγελματικά δάνεια ποσού έως 50.000 Ευρώ θα πρέπει να συμπεριληφθούν στις ρυθμίσεις του νόμου αυτού.
Μετά την ρύθμιση αυτή δεν έχει έννοια και η ύπαρξη του β’ εδαφίου της παραγράφου (Εξαιρούνται τα πρόστιμα, οι χρηματικές ποινές και οι εισφορές προς ασφαλιστικούς οργανισμούς).
2. Προϋπόθεση υπαγωγής του οφειλέτη στις διατάξεις του παρόντος νόμου είναι η μη δόλια αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του, οι οποίες με βάση την επαγγελματική και οικονομική του κατάσταση τεκμαίρεται ότι δεν δύνανται να αποπληρωθούν στο σύνολό τους μέσα στην επόμενη πενταετία και χωρίς να στερηθεί ο δανειολήπτης βασικές για την διαβίωσή του και την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του ανάγκες.
Η πρότασή μας είναι εναρμονισμένη πλήρως με την δικαιοπολιτική φύση του νομοσχεδίου και στηρίζεται από το σύνολο των διατάξεων του ημεδαπού και διεθνούς δικαίου που προστατεύουν την αξία του ανθρώπου και τον σεβασμό της προσωπικότητας και της ανάπτυξής της. Δίνει το στίγμα της επαναδραστηριοποίησης και δεν θέτει τον άνθρωπο υπό μονιμότητα αδρανούς αδυναμίας.
Η διάταξη ως έχει, με έννοιες όπως «οριστική» και «μόνιμη» περιορίζει σημαντικότατα τον κύκλο των προσώπων που μπορούν να ενταχθούν στην ρύθμιση και αφήνει αόριστο και εξαιρετικά ασαφή το νομικό χαρακτηρισμό, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν όλοι με αποκλεισμό από την κρίση του Δικαστή. Κυρίως όμως δεν αποπνέει τον δικαιοπολιτικό χαρακτήρα του νομοσχεδίου που είναι σαφές ότι η κυβέρνηση θέλησε να εκφράσει με αυτό.
Η πενταετία τίθεται σκόπιμα καθώς αποτελεί το όριο παραγραφής των σχετικών αξιώσεων και το ανώτατο όριο που τάσσει το νομοσχέδιο.
{3. Με την επιφύλαξη των κατωτέρω διατάξεων, εφαρμόζονται αναλόγως και στην διαδικασία αυτή οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα.}
Θα πρέπει να απαλειφθεί η διάταξη αυτή για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Ο σεβασμός στην προσωπικότητα και η ανάγκη επαναδραστηριοποίησης του ανθρώπου παρεμποδίζονται και ακυρώνονται από την ανάλογη εφαρμογή θεσμών και διαδικασιών που παραπέμπουν στην πτώχευση και στην στέρηση διαχείρισης της όποιας περιουσίας του (η οποία άλλωστε εξ αντικειμένου δεν επαρκεί και για πολλά πράγματα). Στο εμπορικό δίκαιο, η μη ύπαρξη επαρκούς υπολοίπου περιουσίας αποτελεί λόγο για να μην κηρυχθεί σε πτώχευση κάποιος και κυρίως για να παύσει σε αυτή. Ολοκληρώνεται συνεπώς συντομότατα η διαδικασία και ο οφειλέτης – πτωχός μπορεί να επαναδραστηριοποιηθεί. Πέραν όμως των ανωτέρω, η πρόβλεψη για αναλογική εφαρμογή του Πτωχευτικού Κώδικα, δύναται να δημιουργήσει τεράστια ερμηνευτικά προβλήματα σε θέματα όπως αυτό της περιουσίας του συζύγου, των δικαιοπραξιών που έχουν ήδη γίνει, των συμβάσεων εργασίας κλπ. . Μην συγχέουμε τους θεσμούς και μην δημιουργούμε νέα ζητήματα ερμηνείας και προβλημάτων (ιδίως όταν αντίδικοι ιδιωτών θα είναι κυρίως τράπεζες), χρησιμοποιώντας διατάξεις και θεσμούς που φτιάχτηκαν για άλλους σκοπούς. Οι διατάξεις του νομοσχεδίου οφείλουν να είναι ολοκληρωμένες και τέλειες νοηματικά. Εάν επιμένουμε να παραπέμψουμε κάπου, ας παραπέμψουμε στις διατάξεις του Αστικού Κώδικα και του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αυτές ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών και ας μην μετατρέψουμε τον ιδιώτη οφειλέτη σε έμπορο αναδρομικά.
4. Ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη από τα χρέη του σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος μπορεί να γίνει μόνο μία φορά για τις απαιτήσεις κάθε πιστωτή, εκτός εάν ιδιαίτερα σημαντικοί και βάσιμοι λόγοι που αφορούν το πρόσωπο ή την οικογένεια του οφειλέτη δικαιολογούν την εκ νέου ρύθμιση ή την αναστολή της για χρονικό διάστημα που ορίζεται από το Δικαστήριο του άρθρου 5 του παρόντος. Το βάρος της απόδειξης φέρει ο οφειλέτης.
Η έννοια της απαλλαγής που περιέχει η πρόταση νόμου δεν είναι ακριβόλογη. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ρύθμιση και όχι για απαλλαγή. Εκτός εάν το σχέδιο νόμου εννοεί ότι το «άπαξ» τίθεται μόνο για τις περιπτώσεις απαλλαγής και για τις λοιπές ρυθμίσεις δεν υφίσταται περιορισμός, οπότε και συμφωνούμε ως έχει.
Πιστεύουμε όμως πως ειδικοί λόγοι, όπως σοβαροί λόγοι υγείας, οι οποίοι μπορεί να ματαίωσαν την ρύθμιση ή να την κατέστησαν ανενεργή, πρέπει να μπορούν να αιτιολογούν την επαναρρύθμιση ή την αναστολή της. Άλλωστε τούτο απορρέει από σειρά αρχών του δικαίου και την δημοσίας τάξεως διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ.
Θα πρέπει συνεπώς να υπάρξει και εδώ η σχετική πρόβλεψη κατ’ αναλογία με τα ισχύοντα στο σύνολο του δικαίου.
5. Εγγυήσεις που έχουν δοθεί από τρίτους ακολουθούν την πορεία της κύριας απαίτησης και τις διαδικασίες ρύθμισής της. Το ύψος της οφειλής του εγγυητή ρυθμίζεται πάντοτε από το ύψος της κύριας απαίτησης. Ο εγγυητής δύναται επίσης να υποβάλλει αντίστοιχη αίτηση ρύθμισης με αυτή του πρωτοφειλέτη, εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις του παρόντος νόμου. Ο εγγυητής έχει το αναφαίρετο και αδιακώλυτο δικαίωμα να προβάλει την ένσταση διζήσεως, εφόσον για τον οφειλέτη ισχύουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του παρόντος νόμου. Ο εγγυητής έχει επίσης το δικαίωμά να ασκήσει στο όνομα και για λογαριασμό του πρωτοφειλέτη την αίτηση του άρθρου 4 του παρόντος νόμου, εάν αυτός αδρανεί και να ολοκληρώσει τις προβλεπόμενες από το νόμο αυτό διαδικασίες, καταβάλλοντας αυτός την οφειλή που θα ρυθμιστεί και αναζητώντας τα καταβληθέντα από τον πρωτοφειλέτη.
Σ.σ. Ικανοποιείται με τον τρόπο αυτό και η προστασία του εγγυητή.
ΑΡΘΡΟ 2
{Προϋπόθεση για την υποβολή αίτησης ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου ρύθμισης και απαλλαγής από τα χρέη αποτελεί η πραγματοποίηση εκ μέρους του οφειλέτη κατά το τελευταίο εξάμηνο πριν την υποβολή της αίτησης προσπάθειας για την επίτευξη εξωδικαστικού συμβιβασμού με τους πιστωτές, η οποία να αποδεικνύεται εγγράφως με τη βεβαίωση της περ. α της πρώτης παραγράφου του άρθρου 4 του παρόντος νόμου και να έχει αποβεί άκαρπη.}
Αφαιρείται και εντάσσεται στην διαδικασία του άρθρου 3 (αναριθμούμενου από 4).
Η αρχή τηςοικονομίας των ενεργειών και των διαδικασιών, στην οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω, επιβάλλει να υπάρξει μόνο μία φορά απόπειρα συμβιβασμού. Προκειμένου να μην ανακύψουν προβλήματα με κινήσεις των δανειστών στον χρόνο κατά τον οποίο υφίσταται το αίτημα εξωδικαστικού συμβιβασμού ορθό είναι η διαδικασία συμβιβασμού να προβλέπεται για τον χρόνο μετά την κατάθεση της αίτησης, ώστε να προστατεύεται ο οφειλέτης από επιθετικές κινήσεις του δανειστή.
ΑΡΘΡΟ 2 (πρώην 3)
Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των υποθέσεων του νόμου αυτού είναι το Ειρηνοδικείο στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έχει την κυρία κατοικία του άλλως τη διαμονή του, το οποίο και δικάζει κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας.
Ουδεμία παρατήρηση. Προστέθηκε το «για την εκδίκαση των υποθέσεων του νόμου αυτού» .
Είναι σαφές ότι στην πορεία τα κατά τόπους Ειρηνοδικεία θα χρειαστεί να συγκροτήσουν ειδικά τμήματα για την εκδίκαση των υποθέσεων αυτών, άλλως οι υποθέσεις θα διαιωνίζονται, αφού η κατάσταση είναι τραγική.
ΑΡΘΡΟ 3 (4)
Σ.σ Στο άρθρο αυτό επιχειρούμε την απλούστευση των διαδικασιών με την συγχώνευση τους σε μία κύρια διαδικασία διαβούλευσης, η οποία λαμβάνει χώρα μετά την αίτηση (προστατεύεται έτσι και ο αιτών – οφειλέτης) και μία κύρια διαδικασία δικαστικής κρίσης. Εκμηδενίζουμε την γραφειοκρατία, μειώνουμε το κόστος και τις διαδικασίες για όλους, χωρίς να αφαιρούνται δικαιώματα από κανένα. Το κέρδος από την άποψη του χρόνου και του κόστους (και για το Δημόσιο) είναι σημαντικότατο. Άλλωστε μην ξεχνάμε ότι τα Δικαστήρια δύσκολα θα έχουν τις ουσιαστικές δυνατότητες να εξυπηρετήσουν είτε προδικαστικά είτε κατά την κύρια διαδικασία και σε σύντομο χρόνο τις προβλεπόμενες διαδικασίες που είναι πολυδαίδαλες και χρονοβόρες.
Είναι κρίμα χιλιάδες άνθρωποι σε όλη την χώρα να διαθέσουν τόσες πολλές ώρες για διαδικασίες που μπορούν να απλουστευτούν.
Τι προτείνουμε:
1. Για την έναρξη της διαδικασίας απαλλαγής από τα χρέη ο οφειλέτης καταθέτει αίτηση στον γραμματέα του κατά τόπον αρμόδιου, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο Ειρηνοδικείου. Η αίτηση πρέπει υποχρεωτικά να περιέχει:
α) Αναφορά στις γενικές προϋποθέσεις εφαρμογής του νόμου αυτού στο πρόσωπό του, όπως ορίζονται στο άρθρο 1 του παρόντος.
β) Σαφή και αναλυτική αναφορά της υπάρχουσας περιουσίας και των εισοδημάτων του οφειλέτη. {από την εργασία του, σ.σ. το νομοσχέδιο δεν αφορά μόνο εργαζόμενους και συνεπώς η φράση «από την εργασία» του πρέπει κατά τη γνώμη μας να απαλειφθεί.}. Στην αναφορά αυτή δεν περιλαμβάνονται τα απαραίτητα για την αξιοπρεπή διαβίωση του ιδίου και της οικογενείας του κινητά περιουσιακά στοιχεία που ευρίσκονται στην οικία του, ακόμα και εάν αυτά δύνανται να κατασχεθούν κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Σ.σ. Κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας μπορούν να κατασχεθούν πράγματα τα οποία είναι στοιχειωδώς απαραίτητα για τον σύγχρονο άνθρωπο όπως η τηλεόραση, το ψυγείο, ο καναπές κλπ… . Αυτά δεν πρέπει να έχει την υποχρέωση να τα δηλώσει ο οφειλέτης.
γ) Κατάσταση των πιστωτών με τα πλήρη στοιχεία και τις διευθύνσεις τους και των απαιτήσεών τους, κατά αιτία κεφάλαιο, τόκους, έξοδα και λοιπές δαπάνες με τις οποίες έχει επιβαρυνθεί ο οφειλέτης. Τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται εντός οκτώ εργασίμων ημερών από την κοινοποίηση σε αυτά αίτησης του οφειλέτη να του παραδώσουν πλήρη αναλυτική κατάσταση των οφειλών του διαχωρισμένες σύμφωνα με τα παραπάνω, από την οποία να προκύπτει ξεχωριστά και σε ειδική στήλη κάθε χρέωση κεφαλαίου, τόκων, εξόδων και δαπανών, οι καταβολές του οφειλέτη και το σύνολο αυτών.
Σ.σ. Είναι αναγκαίο για να υπάρχει σαφής εικόνα (ακόμα και στατιστικής χρήσης) προκειμένου να διευκολυνθεί το Δικαστήριο στην κρίση του. Εννοούμε και το προτείνουμε κατωτέρω ότι πρέπει να τυγχάνει διαφορετικής αντιμετώπισης π.χ. ο κάτοχος πιστωτικής κάρτας που έχει χρεώσεις κεφαλαίου 3.500 Ευρώ, έχει καταβάλλει 4.000 Ευρώ και εξακολουθεί να οφείλει λόγω υπέρμετρης αισχροκερδούς τοκοφορίας (το φαινόμενο είναι συχνότατο).
δ) Σχέδιο διευθέτησης οφειλών, σύμφωνο με {τα συμφέροντα των πιστωτών}, την περιουσία, τα έσοδα και την οικογενειακή κατάσταση του οφειλέτη.
Τα «συμφέροντα των πιστωτών» ως προϋπόθεση παραδεκτού της αίτησης δεν μπορούν να υφίστανται.
Σ.σ Απλουστεύεται η διαδικασία και τα απαραίτητα στοιχεία που πριν αποτελούσαν τμήμα της δεύτερης σε σειρά συμβιβαστικής προσπάθειας αναφέρονται ήδη στην αίτηση προς το Δικαστήριο. Έτσι μπορεί να τα έχει υπόψη του και ο δικαστής εξαρχής.
2. Η αίτηση του πιστωτή υπέχει θέση και υπεύθυνης δήλωσής του προς την αρχή, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.1599/1984 για την ακρίβεια των στοιχείων της περιουσίας του.
Σ.σ. Γλυτώνουμε από ένα επιπλέον έγγραφο και την διαδικασία που αυτό συνεπάγεται.
3. Σε περίπτωση που δεν περιληφθεί στην παραπάνω κατάσταση πιστωτής και αυτός δεν ενημερωθεί, η απαίτησή του δεν επηρεάζεται από την πορεία της παρούσας διαδικασίας, μπορεί όμως ο οφειλέτης να υποβάλλει διακριτή αίτηση που να αφορά την αντίστοιχη οφειλή του προς τον πιστωτή αυτόν.
Θα παρουσιαστεί σίγουρα το φαινόμενο κάποιου πιστωτή που παραλήφθηκε. Ας υπάρχει συνεπώς η δυνατότητα νέας αίτησης για αυτόν.
4.
Σ.σ. Στην παράγραφο αυτή επιχειρείται και εκφράζεται η συγχώνευση της διαδικασίας διαβούλευσης και μάλιστα με μία μέθοδο απλή και σαφή που ήδη την γνωρίζουν οι δικηγόροι. Έτσι επιτυγχάνονται οι σκοποί του νόμου και καταργείται το πολυδαίδαλο καθεστώς που προβλέπει το νομοσχέδιο. Τηρούνται παράλληλα, οι βασικές αρχές του νομοσχεδίου.
α) Της εκδίκασης της αίτησης προηγείται υποχρεωτικά στάδιο απόπειρας συμβιβαστικής εξώδικης επίλυσης της διαφοράς, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των οριζόμενων στο άρθρο 214Α του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, χωρίς την οποία είναι απαράδεκτη η συζήτηση της υπόθεσης από το Δικαστήριο.
β) Στο στάδιο απόπειρας συμβιβαστικής εξώδικης επίλυσης της διαφοράς ο οφειλέτης μπορεί αντί δικηγόρου να εκπροσωπείται από τον «Συνήγορο του Καταναλωτή, Ένωση Καταναλωτών, ή άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό μη κερδοσκοπικό φορέα που συντρέχει τους καταναλωτές σε ζητήματα υπερχρέωσης. Με απόφαση του Υπουργού {Ανάπτυξης} Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εγκρίνονται οι αρμόδιοι για την παραπάνω δραστηριότητα φορείς πέραν του Συνηγόρου του Καταναλωτή και των πιστοποιημένων ενώσεων καταναλωτών. Ο υπουργός Οικονομικών ορίζει με απόφασή του τη νόμιμη αμοιβή για τους δικηγόρους που θα παρίστανται στο σύνολο των διαδικασιών του νόμου αυτού. Πέραν της αμοιβής που ορίζεται με τον ανωτέρω τρόπο, ουδεμία περαιτέρω αμοιβή δύνανται να ζητήσουν τα εμπλεκόμενα στις διαδικασίες του νόμου αυτού, πρόσωπα και φορείς.
Σ.σ. Εξυπηρετείται και ο φόβος για υπέρογκα έξοδα και είναι πολλοί οι νέοι άνθρωποι κυρίως δικηγόροι που θα ασχοληθούν με μία αμοιβή π.χ. 200 Ευρώ για την διαβούλευση και 300 ή 400 Ευρώ για την εκδίκαση της υπόθεσης. Περαιτέρω αποφεύγεται η κερδοσκοπία κάποιων «οργανισμών» και φεύγει από πάνω τους η υποψία επαγγελματικής ενασχόλησης με το θέμα. Τέλος, για να εφαρμοστεί η μεσολάβηση εκ μέρους των ενώσεων καταναλωτών θα πρέπει να υπάρξει τροποποίηση των διατάξεων του Ν. 2251/1994.
γ) Κατά το στάδιο συμβιβαστικής εξώδικης επίλυσης της διαφοράς τα μέρη υποχρεούνται να παραστούν και να συντάξουν πρακτικό που να περιλαμβάνει συνοπτικά τις προτάσεις τους. Οι πιστωτές μπορούν να συμφωνήσουν ή να διαφωνήσουν ή να προτείνουν τροποποιήσεις του σχεδίου. Το πρακτικό αυτό υποχρεωτικά προσκομίζεται στο Δικαστήριο του παρόντος νόμου, το αργότερο μέχρι την συζήτηση της αίτησης του οφειλέτη. Σε περίπτωση απουσίας του πιστωτή κατά την απόπειρα συμβιβαστικής εξώδικης επίλυσης της διαφοράς τεκμαίρεται ότι αυτός συμφωνεί με την πρόταση του οφειλέτη. Στην πρόσκληση του εδαφίου α’ του παρούσας παραγράφου γίνεται μνεία για τη συνέπεια αυτή. Ο πιστωτής δύναται να αποδείξει ενώπιον του δικάζοντος την αίτηση Δικαστηρίου, ότι η απουσία του οφειλόταν σε λόγους ανωτέρας βίας, όποτε και με την αποδοχή της βασιμότητας των αιτιολογιών του από το Δικαστήριο, αίρεται και το ανωτέρω τεκμήριο.
Σ.σ Πρόκειται για συγκερασμό και σύμπτυξη διατάξεων που βρίσκονται στο νομοσχέδιο.
5. Από την κοινοποίηση της αίτησης και μέχρι την ολοκλήρωση των διαδικασιών και των καταβολών που προβλέπει ο παρών νόμος, αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση των απαιτήσεών τους. Από την αυτή ημερομηνία παύουν να εκτοκίζονται τα χρέη του οφειλέτη.
Σ.σ Πρόκειται επίσης για συγκερασμό και σύμπτυξη διατάξεων που βρίσκονται στο νομοσχέδιο.
6.
α. Αν κανένας πιστωτής δεν προβάλει αντιρρήσεις στο σχέδιο ρύθμισης που περιλαμβάνεται στην αίτηση ή αν συγκατατεθούν όλοι σε αυτό, θεωρείται ότι ο συμβιβασμός έχει γίνει αποδεκτός και καταρτίζεται πρακτικό συμβιβασμού. Το δικαστήριο επικυρώνει τον παραπάνω συμβιβασμό με την συνυπογραφή από τον προϊστάμενο του αρμοδίου Ειρηνοδικείου του πρακτικού συμβιβασμού, οπότε η αίτηση για την απαλλαγή από τα χρέη θεωρείται ανακληθείσα.
Σ.σ. Με την απλή προσυπογραφή από τον προϊστάμενο εξοικονομείται μία ακόμα διαδικασία: μία ακόμα δικάσιμος από το πινάκιο του Δικαστηρίου.
β) Σε περίπτωση αίτησης για την ρύθμιση περισσοτέρων της μίας απαιτήσεων έναντι περισσοτέρων δανειστών, καταρτίζεται ειδικό πρακτικό για την τυχόν συμβιβασθείσα απαίτηση και αυτή δεν εισάγεται προς εκδίκαση, αλλά το σχετικό πρακτικό επικυρώνεται ως στο ανωτέρω εδάφιο. Η συμβιβασθείσα με τον τρόπο αυτό απαίτηση λογίζεται στο σύνολο των απαιτήσεων και των πιστωτών κατά την εκδίκαση της αίτησης από το αρμόδιο Δικαστήριο. Παράσταση του ήδη συμβιβασθέντος διαδίκου-πιστωτή δεν απαιτείται, αλλά ο οφειλέτης έχει το βάρος να προσκομίσει στο Δικαστήριο που δικάζει την αίτησή του, νόμιμο αντίγραφο του επικυρωθέντος κατά τα ανωτέρω πρακτικού συμβιβασμού.
Σ.σ. Έχουμε και πάλι οικονομία της δίκης και σημαντική ελάφρυνση του κόστους, ιδίως για τους πιστωτές, που ωθούνται έτσι να συμφωνήσουν σε μία εξωδικαστική επίλυση της διαφοράς.
γ) Άλλως και σε περίπτωση μη εμφάνισης πιστωτή κατά την διαδικασία εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς, το Δικαστήριο, δικάζοντας την αίτηση, αποφασίζει και εκδίδει απόφαση συμπεριλαμβάνοντας και την κατά τεκμήριο αποδοχή του σχεδίου από το απόντα κατά την προηγούμενη διαδικασία πιστωτή.
7. Οι πιστωτές δεν έχουν απαίτηση κατά του οφειλέτη για τα έξοδα και δαπάνες που υποβάλλονται με βάση το σχέδιο συμβιβασμού.
8. . Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Διαφάνειας και Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δύναται να εκδίδονται υποδείγματα των απαιτούμενων πιστοποιητικών, καταλόγων και σχεδίων διευθέτησης των οφειλών με σκοπό την απλοποίηση της διαδικασίας και τη διευκόλυνση της αξιοποίησής της.
ΑΡΘΡΟ 5 (4)
1. Αν δεν επιτευχθεί συμβιβαστική εξώδικη επίλυση της διαφοράς για το σύνολο των πιστωτών ή κάποιου από αυτούς, το Δικαστήριο του άρθρου 3 του παρόντος εκδικάζει την αίτηση του οφειλέτη σύμφωνα με τα οριζόμενα στο νόμο και ρυθμίζει αυτό το σύνολο της διαφοράς και το περιεχόμενο της ρύθμισης. Το δικαστήριο ελέγχει αυτεπαγγέλτως αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για ρύθμιση και απαλλαγή χρεών
2.
α. Εάν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν είναι επαρκή, το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τα εισοδήματα του οφειλέτη από την εργασία του και σταθμίζοντας αυτά με τις βιοτικές ανάγκες του ιδίου και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του, τον υποχρεώνει να καταβάλλει κάθε μήνα για χρονικό διάστημα από 3 έως 5 έτη ορισμένο ποσό για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών του. Το ποσό αυτό δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θέτει σε κίνδυνο τις βιοτικές ανάγκες του οφειλέτη και των προστατευόμενων μελών της οικογενείας του.
Σ.σ. Η ερμηνευτική τελευταία παράγραφος μπήκε για να διασφαλιστεί περαιτέρω ο οφειλέτης από την τυχόν προκατάληψη ή έλλειψη κοινωνικής γνώσης εκ μέρους του δικάζοντος.
β. Κατά τον προσδιορισμό του ανωτέρω μηνιαίου και συνολικού ποσού και ποσοστού προσμετράται θετικά υπέρ του πιστωτή, με ειδική μνεία της απόφασης που εκδίδεται, η εκ μέρους του καταβολή κατά την διάρκεια της σύμβασης δανεισμού σημαντικού μέρους του ληφθέντος κεφαλαίου των προς ρύθμιση απαιτήσεων. Το Δικαστήριο μπορεί με βάση τα ανωτέρω να κρίνει διαφορετικά για τις περιπτώσεις δανειστικών συμβάσεων που εξετάζει.
Σ.σ. Θα πρέπει να διαχωριστούν οι περιπτώσεις και να δοθεί διαφορετική καλύτερη ρύθμιση για δάνεια που έχουν εξυπηρετηθεί επαρκέστερα. Επιβραβεύεται έτσι και η προσπάθεια του οφειλέτη να αποπληρώσει.
γ. Εάν στην απαίτηση του πιστωτή περιλαμβάνονται τόκοι, έξοδα και λοιπές χρεώσεις που είτε απαγορεύονται από το νόμο, είτε έχουν αμετάκλητα κριθεί παράνομες σε δίκες συλλογικών αγωγών, το Δικαστήριο αφαιρεί αυτές και αυτεπαγγέλτως από το σύνολο της απαίτησης και αναπροσαρμόζει αναλόγως τα χρηματικά ποσά, ακόμα και εάν σχετικό αίτημα δεν περιλαμβάνεται στην αίτηση του οφειλέτη.
Σ.σ. Δεν μπορεί να ρυθμίζονται από Δικαστήριο παράνομες χρεώσεις και να πληρώνονται και αυτές στο μέτρο που αναλογούν στο συνολικό ποσό.
δ. Η καταβολή του ποσού της ρύθμισης γίνεται απευθείας από τον οφειλέτη στους πιστωτές του. Σε κάθε περίπτωση, μέχρι τη λήξη της ανωτέρω περιόδου, πρέπει να έχει εξοφληθεί ποσοστό τουλάχιστον δέκα επί τοις εκατό των συνολικών οφειλών του, στο ύψος που αυτές ανέρχονταν κατά την ημερομηνία της υποβολής της αίτησης του οφειλέτη.
Σ.σ. Οι σχέσεις του ιδιωτικού δικαίου διέπονται από την αρχή της συναλλακτικής ελευθερίας. Ο ίδιος ο ιδιώτης πρέπει να είναι υπεύθυνος για την τήρηση των υποχρεώσεών του. Το να τεθεί σε πτώχευση και να δεσμεύονται τα εισοδήματά του είναι όχι μόνο άκρως αρνητικό για την προσωπικότητά του, αλλά και δημιουργεί περαιτέρω κόστος και γραφειοκρατία. Σαφής είναι ο κίνδυνος να χρειάζεται ο οφειλέτης χρήματα (π.χ. για μια έκτακτη θεραπεία) και να χρειάζεται έγκριση ή ενέργεια άλλων προσώπων για να τα εξασφαλίσει. Με την προτεινόμενη ρύθμιση αποφεύγεται και η κατάσχεση του μισθού. Ετσι ο οφειλέτης παραμένει ενεργός οικονομικά.
4. Με αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτή μπορεί είτε να αναστέλλεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1 του παρόντος, είτε να τροποποιείται η ανωτέρω απόφαση ως προς το ύψος των μηνιαίων καταβολών, εφόσον τούτο δικαιολογείται από μεταγενέστερα γεγονότα ή μεταβολές της περιουσιακής κατάστασης και των εισοδημάτων του οφειλέτη. Αρμόδιο για την εκδίκαση της αίτησης αυτής είναι το Δικαστήριο του άρθρου 2.
5. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ιδίως σε περιπτώσεις χρόνιας ανεργίας, σημαντικών προβλημάτων υγείας, εισοδήματος που δεν επαρκεί για την κάλυψη στοιχειωδών βιοτικών αναγκών, είναι δυνατός ο προσδιορισμός χαμηλότερων ή και μηδενικών καταβολών, ακόμη κι αν δεν προκύπτει κατ’ αυτόν τον τρόπο η εξόφληση του ποσοστού της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου. Στην κρίση αυτή εκλαμβάνεται θετικά υπέρ του πιστωτή, με ειδική μνεία της απόφασης που εκδίδεται, η εκ μέρους του καταβολή κατά την διάρκεια της σύμβασης δανεισμού σημαντικού μέρους του ληφθέντος κεφαλαίου των προς ρύθμιση απαιτήσεων.
Το Δικαστήριο δύναται να επανεξετάζει κάθε οκτώ μήνες, ή και νωρίτερα αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτή, την εξακολούθηση της συνδρομής των παραπάνω προϋποθέσεων.
6. Την πλήρη απαλλαγή του οφειλέτη που ορίζει ο νόμος αυτός μπορεί να αποφασίσει το Δικαστήριο, εάν κατά την κατάθεση της αίτησης, οι συνολικές καταβολές του προς τον πιστωτή υπερκαλύπτουν το ληφθέν κεφάλαιο και τους ετήσιους τόκους συμβατικούς τόκους που προβλέπονται από το νόμο για τους ιδιώτες. Εφόσον συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις το Δικαστήριο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να προσδιορίσει ρύθμιση υπολοίπου για ποσοστό ανώτερο του 10%.
Σ.σ. Είναι μια επιπλέον ρύθμιση που απελευθερώνει τον οφειλέτη που οφείλει στην πραγματικότητα μόνο υπέρογκους τόκους και βρίσκεται δεσμευμένος από τον υπέρογκο τοκισμό, χωρίς να έχει την δυνατότητα να απελευθερωθεί από τον δανειστή του. Ουσιαστικά τιμωρείται και η τοκογλυφία κάποιων και διορθώνονται τα αρνητικά της αποτελέσματα.
7. Σε περίπτωση μη τήρησης από τον πιστωτή των όρων και των προϋποθέσεων που τάσσονται με την απόφαση ή τον επιτευχθέντα συμβιβασμό για διάστημα μεγαλύτερο των τριών (3) μηνών, η ρύθμιση αίρεται αυτοδίκαια και τα μέρη επανέρχονται στα πριν την ρύθμιση δικαιώματα και υποχρεώσεις τους.
Σ.σ. Η ρύθμιση αυτή επαναφέρει στην προτέρα κατάσταση, τα μέρη που είτε αμέλησαν είτε έλαβαν από το Δικαστήριο μία ρύθμιση την οποία δεν μπορούν στην πραγματικότητα να εξυπηρετήσουν.
8. Οφειλέτης του οποίου τα περιουσιακά στοιχεία και τα προσδοκώμενα εισοδήματα είναι επαρκή σε σχέση με τον αριθμό των πιστωτών και το ύψος των απαιτήσεών τους, επαπειλείται όμως αποδεδειγμένα η δυνατότητα του να ανταποκριθεί στο εγγύς μέλλον στις υποχρεώσεις του, μπορεί να υποβάλλει, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος, αίτηση προς το αυτό Δικαστήριο, ώστε να ρυθμιστούν οι οφειλές του. Στην περίπτωση αυτή το Δικαστήριο του άρθρου 2 του παρόντος μπορεί να προβεί σε ρύθμιση των μελλοντικών ή των προσφάτως καταστάντων ληξιπροθέσμων οφειλών. Ιδίως το Δικαστήριο μπορεί να ρυθμίσει τα ποσά των μηνιαίων καταβολών ή να χορηγήσει περίοδο χάριτος που δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει τα τρία έτη με επιτόκιο ενήμερης οφειλής, αποσκοπώντας στην τελική εξυπηρέτηση της σύμβασης δανείου. Το δικαστήριο μπορεί να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει την απόφαση αυτή οποτεδήποτε μετά από αίτηση του οφειλέτη ή και του πιστωτή εφόσον δεν εξυπηρετείται η ρύθμιση.
Σ.σ. Η διαδικασία ρύθμισης αυτή και η δυνατότητα του Δικαστηρίου πρέπει να γίνεται μόνο με πρωτοβουλία του οφειλέτη και με σχετική αίτησή του. Δεν μπορεί σε καμία περίπτωση ο οφειλέτης να ζητά μείωση των χρεών και να βρίσκεται σε κατάσταση δέσμευσης της περιουσίας του και για το σύνολο της απαίτησης. Ορθό συνεπώς είναι η δυνατότητα αυτή και να υπάρχει και να είναι αποτέλεσμα άλλης αίτησης. Στην περίπτωση αυτή εισάγεται ξανά η ρύθμιση για τις επαπειλούμενες καταστάσεις, που αφαιρέθηκε από τον προσδιορισμό του άρθρου 1, καθώς μόνο στην παρούσα περίπτωση έχει ουσιαστικό νόημα.
Σ.σ. Είναι απαραίτητο από κάθε άποψη να καταργηθεί ο ορισμός συνδίκου. Ο καθένας είναι υπεύθυνος για την συμπεριφορά του και δεν μπορεί να ελέγχεται διαρκώς από τον κηδεμόνα σύνδικο που διαχειρίζεται τα πενιχρά του εισοδήματα. Άλλωστε πως θα πληρωθούν επί τόσα έτη οι αμοιβές του συνδίκου; είναι τεράστιο το κόστος και δεν μπορεί να το αντέξει μια μαστιζόμενη οικογένεια στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Σύνδικοι ορίζονται εκεί που υπάρχει αντικείμενο μεγάλης εταιρικής περιουσίας και όχι πένητες. Τέλος , ο ορισμός συνδίκου επιβαρύνει την κοινωνία με σημαντικό κοινωνικό κόστος δράσης: χάνονται χιλιάδες ώρες διαθέσιμες για πιο δημιουργικά πράγματα.
1. Ο οφειλέτης μπορεί με αίτησή του προς το Δικαστήριο, ασκούμενη σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις να ζητήσει την εξαίρεση της ρευστοποίησης ή εκπλειστηριασμού ακινήτου που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του, εφόσον δεν υπερβαίνει σε έκταση το προβλεπόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, προσαυξανόμενο κατά είκοσι επί τοις εκατό. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο ρυθμίζει την ικανοποίηση απαιτήσεων των πιστωτών, πέραν αυτών που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του προηγούμενου άρθρου, μέχρι συνολικό ποσόν που ανέρχεται στο ογδόντα πέντε επί τοις εκατό της εμπορικής αξίας του ακίνητου, όπως αυτή αποτιμάται κατά την κρίση του δικαστηρίου. Η ρύθμιση μπορεί να προβλέπει περίοδο χάριτος για όσο διαρκεί η αποπληρωμή του υπολοίπου των οφειλών σύμφωνα με την παράγραφο 8 του προηγούμενου άρθρου. Η εξυπηρέτηση της οφειλής γίνεται με επιτόκιο που δεν υπερβαίνει αυτό της ενήμερης οφειλής ή το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο που ίσχυε σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τον τελευταίο μήνα για τον οποίο υφίσταται μέτρηση, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Για τον προσδιορισμό της περιόδου τοκοχρεολυτικής εξόφλησης της κατά τα παραπάνω οριζόμενης συνολικής οφειλής συνυπολογίζεται η διάρκεια των συμβάσεων δυνάμει των οποίων χορηγήθηκε η πίστωση, σε κάθε δε περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει τα είκοσι έτη. Οι απαιτήσεις εντάσσονται στην παραπάνω ρύθμιση και ικανοποιούνται κατά τη τάξη εξασφάλισης. Μη τήρηση των υποχρεώσεων της παρούσας παραγράφου επιτρέπει στον πιστωτή την έναρξη διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης.
2. Με αίτησή του που ασκείται κατά τις ανωτέρω διατάξεις, ο οφειλέτης μπορεί εναλλακτικά να προσφέρει στον πιστωτή τα έσοδα από την εκμετάλλευση ακινήτου του ή προσοδοφόρου πράγματος για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα διατηρώντας την κυριότητά του. Το Δικαστήριο κρίνοντας σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις και κατ’ αναλογία των ανωτέρω οριζομένων μπορεί να ορίσει αντί της εκποίησης του περιουσιακού στοιχείου το μέτρο αυτό.
Σ.σ.Η διάταξη αυτή είναι μια επιπλέον ρύθμιση που προσφέρει την δυνατότητα να παρεμποδιστεί η απώλεια της περιουσίας και η ενθυλάκωσή της από τις τράπεζες. Η προσφορά εσόδων είναι άλλωστε αυτό που πρέπει να ενδιαφέρει και τις τράπεζες
1. Ο οφειλέτης που αιτείται την υπαγωγή στις διατάξεις του παρόντος νόμου οφείλει να προβαίνει σε ειλικρινή δήλωση των περιουσιακών στοιχείων και εισοδημάτων. Οφείλει επίσης να μην αποκρύπτει περιουσιακά του στοιχεία που τυχόν βρίσκονται υπό την κυριότητα εταιρικών μορφωμάτων, ημεδαπών, ευρωπαϊκών ή υπεράκτιων νομικών προσώπων, των οποίων αυτός διαθέτει ποσοστό ανώτερο του 50%. Παράβαση από δόλο ή από βαριά αμέλεια της υποχρέωσης αυτής έχει ως συνέπεια μετά από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον τη μη έγκριση του σχεδίου εκκαθάρισης κατά το άρθρο 5 του παρόντος νόμου και την έκπτωση από τη ρύθμιση και απαλλαγή των χρεών. Η αίτηση αυτή μπορεί να υποβληθεί μέχρι και δύο έτη μετά την κήρυξη της απαλλαγής του οφειλέτη από τα χρέη.
2. Ο οφειλέτης είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει στο Δικαστήριο κατά την εκδίκαση της αίτησής του τα πλήρη νόμιμα αποδεικτικά στοιχεία που αποδεικνύουν την οικονομική του κατάσταση και τα τρέχοντα εισοδήματά του, καθώς και την τυχόν ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων σε εταιρείες ως άνω. Το δικαίωμα να ζητήσουν την προσκομιδή των στοιχείων αυτών στο Δικαστήριο έχουν και οι πιστωτές του με σχετικό αίτημα που διατυπώνουν κατά την απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς. Παράβαση της υποχρέωσης αυτής μπορεί κατά την κρίση του Δικαστηρίου να επιφέρει την απόρριψη της αίτησης ρύθμισης και απαλλαγής από τα χρέη.
Σ.σ. Αντικαθίσταται η προβληματική από την άποψη της προστασίας των προσωπικών δεδομένων διάταξη του σχεδίου νόμου. Προστατεύεται και ο οφειλέτης και η τράπεζα, ενώ παράλληλα καταλαμβάνονται και οι offshore εταιρείες. Το τελευταίο ίσως να είναι πρακτικά ένα απλό ευχολόγιο, αλλά θα πρέπει να τεθεί τουλάχιστον η προβληματική τους.
ΑΡΘΡΟ 8
Κατά την λήξη της διαδικασίας ρύθμισης και εφόσον αυτή ολοκληρωθεί κατά τα προβλεπόμενα στον ανωτέρω νόμο, οι πιστωτές οφείλουν να χορηγήσουν σχετική βεβαίωση στον οφειλέτη.
Σ.σ. Νέο άρθρο για την διαπίστωση της λήξης της ρύθμισης.
ΑΡΘΡΟ 9
Επιτρεπτός χρόνος τήρησης και χρήσης δεδομένων
Ο χρόνος τήρησης και χρήσης από τα πιστωτικά ιδρύματα ή τρίτους ή χάριν αυτών δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς που αναφέρονται στην παραπάνω διαδικασία δεν μπορεί να υπερβαίνει το χρονικό διάστημα τριών ετών από τη λήξη της ρύθμισης των χρεών ή των πέντε ετών από την κήρυξη της απαλλαγής από τα χρέη.
Ευχή και στόχος μας είναι το καλό να γίνει καλύτερο !!!.
Για περισσότερες πληροφορίες παρακαλώ επικοινωνήστε με τον νομικό μας σύμβουλο Δημήτρη Καραμήτσα 6936000836.
Δείτε άλλα άρθρα του αποστολέα | |
Εκτύπωση σελίδας | |
Αποστολή σε φίλο |
Σχολιάστε: