Tην ταυτότητα του κάθε λαού αλλά και κάθε τόπου τη συνθέτουν διάφορα ιδιαίτερα στοιχεία, τα οποία τον κάνουν να ξεχωρίζει από τους άλλους. Τα στοιχεία αυτά μεταδίδονται από γενιά σε γενιά μέσα από την καθημερινότητα και τις πρακτικές της ζωής και που οι αρχές τους χάνονται στα βάθη του χρόνου. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά για κάθε τόπο είναι η τοπολαλιά, τα ήθη και έθιμα, οι παραδόσεις και οι θρύλοι, οι τυχόν ιδιαίτερες ασχολίες των κατοίκων και βέβαια η ενδυμασία του, η φορεσιά του. Η τελευταία αυτή αποτελεί ένα ενδιαφέρον στοιχείο, καθώς διαμορφώνεται ανάλογα με τις κλιματολογικές συνθήκες του τόπου, την εδαφική μορφολογία του, τις εθνικές του περιπέτειες και τις επιδράσεις που δέχτηκε στην ιστορική του πορεία. Η κρητική φορεσιά στην οποία θα αναφερθώ σήμερα είναι ιδιαίτερη, κυρίως η ανδρική, και δεν είναι τυχαίο που η βράκα, μαζί με τη φουστανέλα καλύπτουν ενδυματολογικά ολόκληρο σχεδόν τον ελλαδικό χώρο.
Οι Κρητικοί μετά την κατάκτηση του νησιού από τους Βενετούς, και για δυο περίπου αιώνες, συνεχίζουν να φορούν το βυζαντινό ένδυμα, όπως αυτό μας παρουσιάζεται από εκθέσεις Βενετών Προβλεπτών, κρητικά κείμενα και, κυρίως, από τοιχογραφημένες βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες. Το βυζαντινό «στιχάριο» (μακρύ ριχτό ρούχο μέχρι τους αστράγαλους σχεδόν) κυριαρχεί, ενώ οι νεότεροι στην ηλικία φορούν ρούχο πάνω από το γόνατο με ζώνη στη μέση και τη χαρακτηριστική κάλτσα από κάτω. Τα ρούχα της περιόδου αυτής χαρακτηρίζονται από έντονα και ποικίλα χρώματα.Με την πάροδο του χρόνου οι Κρήτες, ακολουθώντας το νέο ρεύμα ή και κατόπιν διαταγών, ντύνονται σύμφωνα με τη βενετσιάνικη μόδα ανάλογα με την τάξη που ανήκουν και το επάγγελμα που εξασκούν. Αυτά, βέβαια, όσον αφορά στους εύπορους και τους αξιωματούχους, γιατί οι αγρότες και γενικά οι κάτοικοι της υπαίθρου που έπασχαν οικονομικά από την αφαίμαξη των Βενετών είχαν καταντήσει κουρελήδες και ο καθένας ντυνόταν με ό,τι έβρισκε ίσα για να καλύψει τη γύμνια του.
Αυτή ήταν η κρητική ενδυμασία μέχρι το μισό περίπου του 16 ου αιώνα. Τότε κάνει την εμφάνισή της η βράκα, που έμελλε να διατηρηθεί μέχρι τις μέρες μας σχεδόν και με κάποιες διαφοροποιήσεις, να αποτελέσει το επίσημο ένδυμα του Κρητικού για τους επόμενους αιώνες. Από πού όμως ήρθε η βράκα; Το 16 ο αιώνα, οι Μπαρμπαρέζοι πειρατές που λυμαίνονταν τη Μεσόγειο φορούσαν ένα είδος βράκας που συνοδευόταν από γιλέκο, φέσι με ή χωρίς σαρίκι, φαρδιά ζώνη και χαμηλές μπότες. Οι Κρήτες ναυτικοί, σαν ιδιώτες ή σαν αγκαρευόμενοι στα βενετσιάνικα πλοία αναγκάζονταν πολλές φορές να φορούν ρούχα όμοια με των πειρατών ώστε αυτοί να τους μπερδεύουν και ωσότου να γίνει αντιληπτό το τέχνασμα οι ναυτικοί να έχουν απομακρυνθεί από τους πειρατές. Είναι λογικό σε εποχές μεγάλης οικονομικής δυστυχίας για τους φτωχούς χωρικούς της Κρήτης, αυτοί να συνεχίζουν να φοράνε το ναυτικό αυτό ένδυμα και μετά την αποστράτευσή τους από τα καράβια, μην έχοντας άλλα ρούχα και με τη σιωπηρή ανοχή των Βενετών. Έτσι καθιερώθηκε η βράκα σαν επίσημο ένδυμα των Κρητικών. Το ένδυμα αυτό συνεχίστηκε να φοριέται από όλους τους Κρήτες μέχρι τις αρχές του 20 ου αιώνα. Τότε, με το μεταναστευτικό ρεύμα προς τις Ηνωμένες Πολιτείες (για να πάει κανείς εκεί έπρεπε να αποβάλλει τη βράκα) και τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, οι Κρητικοί άρχισαν σιγά σιγά να αντικαθιστούν τη βράκα με την κυλότα, της οποίας η επίδραση προέρχεται από τους ιππείς των ευρωπαϊκών στρατευμάτων. Μπαίνει μέσα στα στιβάνια και συνδυάζεται με πουκάμισο, γελέκο και μεϊτάνι, πλατιά υφαντή ζώνη και μαύρο μαντήλι στο κεφάλι. Αυτόν τον τύπο φορεσιάς έβαλε και ο Ελ. Βενιζέλος κατά το κίνημα του Θερίσου το 1905. Απλοποίηση του τύπου αυτού αποτελεί ο συνδυασμός κυλότα, πουκάμισο, μαύρο μαντήλι και στιβάνια, ενδυμασία που φορέθηκε πολύ την περίοδο της εθνικής αντίστασης και που σώζεται ακόμα σε μερικά, ορεινά κυρίως, χωριά της Κρήτης . Ακόμα, την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας, το Σώμα της Χωροφυλακής καθώς και οι Καβάσηδες, η προσωπική δηλαδή φρουρά του πρίγκιπα Γεωργίου, ήταν ντυμένοι με την παραδοσιακή φορεσιά.
Σήμερα, η κρητική παραδοσιακή φορεσιά λόγω κόστους, αλλά κυρίως λόγω μόδας τείνει να γίνει μουσειακό είδος. Οι μόνοι που τη φορούν ακόμη είναι οι χορευτές των παραδοσιακών συγκροτημάτων στους χορούς και στις παρελάσεις. Πρέπει στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι μετά το 1913 που έγινε η επίσημη ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα η παραδοσιακή κρητική φορεσιά της κρητικής Χωροφυλακής καθιερώθηκε ως η δεύτερη επίσημη ενδυμασία της ανακτορικής φρουράς. Έτσι, μέχρι σήμερα η μισή προεδρική φρουρά φοράει τη φουστανέλα και η άλλη μισή τη βράκα, το εσωτερικό δε του προεδρικού μεγάρου φρουρούν βρακοφόροι.
Η ανδρική φορεσιά αποτελείται από διάφορα τμήματα, τα οποία φορεμένα μας δίνουν την εικόνα του κρητικού που όλοι γνωρίζουμε. Αυτά ράβονται από ειδικούς τεχνίτες τους επονομαζόμενους «τερζήδες». Πρώτα ο Κρητικός φοράει το πουκάμισο . Το λευκό φοριόταν στους γάμους στις χαρές και στα πανηγύρια, ενώ το μαύρο ήταν δείγμα πένθους. Οι Κρήτες, μετά το θάνατο του Ελευθερίου Βενιζέλου το 1936 φόρεσαν μόνιμα μαύρο πουκάμισο σε ένδειξη διαχρονικού πένθους και το βγάζουν μόνο στις χαρές.Στη συνέχεια, πάνω από το πουκάμισο φοριέται το γελέκι . Είναι αχειρίδωτο (χωρίς μανίκια) και φτιάχνεται από τσόχα καλής ποιότητας χρώματος βαθύ μπλε. Διακρίνεται σε ίσιο ή ανοιχτό που αφήνει να φαίνεται το πουκάμισο και σε σταυρωτό που σταυρώνει με τα δυο πέτα του στο στήθος και κλείνει τελείως εμπρός και κουμπώνει στα πλάγια, με θελιές και κουμπάκια. Στα πέτα του γίνεται διακόσμηση με πολλαπλές σειρές από μεταξωτά σειρήτια χρώματος μαύρου ή βαθύ μπλε που ονομάζονται χάρτζα. Κατόπιν ο κρητικός φοράει τη βράκα , που όπως είπαμε έχει τις ρίζες της στους πειρατές της Μπαρμπαριάς. Φτιάχνεται κι αυτή από τσόχινο ύφασμα χρώματος βαθύ κυανού και κεντιέται με μαύρο γαϊτάνι στις ραφές και στις ποδαρές. Τη βράκα συμπληρώνουν οι κάλτσες, που παλιότερα αποτελούσαν ξεχωριστό τμήμα της φορεσιάς, ενώ αργότερα άρχισαν να ράβονται πάνω στη βράκα, στα δύο μπατζάκια της. Στη συνέχεια φοριούνται τα υποδήματα ή στιβάνια , χρώματος άσπρου ή μαύρου ανάλογα με την περίσταση και μετά αρχίζει να τυλίγει τη ζώνη του μοιρασμένη πάνω από τη βράκα και το γελέκι. Η ζώνη , που είναι υφαντή από λεπτό μαλλί ή καθαρό μετάξι, έχει χρώμα μπλε ή κόκκινο, το μήκος της είναι περίπου 8 μ. και το πλάτος της 50εκ. Ταυτόχρονα περνάει σε αυτή και το μαχαίρι με μαύρη λαβή (μαυρομάνικο) ή ανοιχτόχρωμη, που η μορφή της σε σχήμα V είναι μοναδική σε όλο τον κόσμο. Η θήκη του, από ακριβό, συνήθως μέταλλο (ασήμι), είναι διακοσμημένη με πλούσια ανάγλυφα σχέδια. Στη συνέχεια κρεμιέται από το λαιμό η καδένα , το μοναδικό κόσμημα της φορεσιάς, που στο τελειώμά της συνδέεται το ρολόι το οποίο μπαίνει στο τσεπάκι του γελέκου. Στο κεφάλι βάζει ο Κρητικός το τσακιστό φέσι που αργότερα αντικαταστάθηκε από μαύρο μαντήλι με πυκνά κρόσσια που μοιάζουν με δάκρυα και συμβολίζουν τη θλίψη των Κρητικών για τους συμπατριώτες τους που ολοκαυτώθηκαν στο Αρκάδι. Η ένδυση ολοκληρώνεται με το μεϊτάνι που μπαίνει πάνω από το γελέκι. Είναι ρούχο με μανίκια, μεσάτο και τελείως ανοιχτό μπροστά. Είναι φτιαγμένο από ύφασμα ίδια ποιότητας και χρώματος με το γελέκι και τη βράκα και κοσμείται με χάρτζα μαύρου χρώματος σε διάφορα σημεία του. Τις κρύες μέρες ο Κρητικός φοράει αναρριχτό (όχι από τα μανίκια) το καπότο . Αυτό είναι μια κοντή κάπα με κουκούλα φτιαγμένη από το ίδιο τσόχινο ύφασμα όπως και τα υπόλοιπα ρούχα. Έχει και αυτό πλούσια κεντήματα στους ώμους, τους αγκώνες στην πλάτη και στα δυο πέτα, ενώ εσωτερικά είναι επενδυμένο με κόκκινη τσόχα που και σε αυτή την πλευρά υπάρχουν εντυπωσιακά κεντήματα.Αυτά σχετικά με την ανδρική φορεσιά.
Όσον αφορά στη γυναικεία φορεσιά, η γυναίκα της Κρήτης συνεχίζει να φορά το βυζαντινό ένδυμα και μετά την κατάληψη του νησιού από τους Βενετούς και μέχρι περίπου την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Αυτό αποτελείται από δύο ιμάτια με μανδύα και τυμπάνιον στο κεφάλι. Οι απλές γυναίκες της υπαίθρου φορούσαν τα ίδια ρούχα, κατώτερης όμως ποιότητας και στη μέση μια ποδιά, το προσέργιον. Σύνηθες ήταν ακόμα και το σακοφίστανο (ζακέτα και φούστα), που μαζί με την ποδιά, φοριέται ακόμα και σήμερα από τις υπερήλικες γυναίκες στα χωριά μας. Από το τέλος του 15 ου αιώνα το ρεύμα σπρώχνει προς την ιταλική μόδα και η εύπορη χωρική της Κρήτης ακολουθεί τη μόδα της Κρητικής αστής που ντύνεται σύμφωνα με τη μόδα της Βενετίας. Η είσοδος της ανδρικής βράκας στην Κρήτη, επηρέασε και τη γυναικεία φορεσιά. Οι νέες κοπέλες δανείστηκαν από τους άνδρες το «μεϊτάνι» και το ονόμασαν ζιπόνι το οποίο κέντησαν με χρυσές κλωστές και ονομάστηκε και χρυσοζίπονο. Αξίζει εδώ να σημειωθεί η καταπληκτική ομοιότητα του ζιπονιού, που αφήνει το στήθος ανοικτό, με το περικόρμιο των γυναικών της Κνωσού. Το ζιπόνι στην αρχή ήταν κοντό και φορέθηκε πάνω από το φόρεμα. Αργότερα, το 17 ο αιώνα, το φόρεμα χωρίστηκε σε επανωκόρμι και φούστα. Το επανωκόρμι σιγά σιγά αποσύρεται και αντικαθίσταται από κεντημένο πουκάμισο. Αργότερα η φορεσιά συμπληρώνεται με τη διακοσμητική μπροσποδιά, κατάλοιπο της βυζαντινής εποχής. Σήμερα, σώζονται τρεις χαρακτηριστικές γυναικείες κρητικές φορεσιές, που η καθεμιά πρωτοφορέθηκε σε διαφορετικό σημείο του νησιού, αλλά με την πάροδο του χρόνου εξαπλώθηκαν σε ολόκληρη την Κρήτη. Η σφακιανή φορεσιά, η ανωγειανή ή «σάρτζα» και η φορεσιά της Κριτσάς ή «κούδα». Η σφακιανή είναι η γιορτινή ή νυφική φορεσιά της περιοχής των Σφακίων και φορέθηκε σε ολόκληρη τη δυτική Κρήτη. Είναι η φορεσιά με τα παλιότερα στοιχεία απ' όλους τους τύπους ενδυμασιών που παραλάβαμε στις αρχές του 20 ου αιώνα. Αποτελείται από πολύπτυχη φούστα σε χρώμα βυσινί ή καφέ συνήθως. Στο κάτω μέρος έχει φάσα από δυο φαρδιά χρυσαφένια σιρίτια. Το πουκάμισο της φορεσιάς είναι λευκό υφαντό, μεταξωτό ή βαμβακερό και στις άκρες των μανικιών μπορεί να έχει πλούσια κεντήματα ή προσραπτόμενη δαντέλα. Πάνω απ' το πουκάμισο μπαίνει το μεσάτο ζιπόνι, του οποίου τα μανίκια μπορεί να είναι αποσπώμενα. Το ζιπόνι είναι χρώματος μαύρου, καφέ ή βυσσινί, φτιαγμένο από τσόχα ή βελούδινο ύφασμα καλής ποιότητας. Είναι χρυσοκέντητο και μπροστά έχει άνοιγμα σε σχήμα V και κλείνει στο κάτω μέρος του σε ένα σημείο. Το μαντήλι μπορεί να έχει χρώμα κόκκινο ή βυσσινί και να δένεται στο κεφάλι ή άσπρο ριχτό. Στη στολή μπορεί να προστεθεί και υφαντή λευκή ποδιά, διακοσμημένη με πλούσια κεντήματα. Η σάρτζα ή ανωγειανή φορεσιά πήρε το όνομά της από ένα βασικό κομμάτι της στολής που έχει σχήμα ποδιάς και λέγεται σάρτζα. Φορέθηκε σε ολόκληρη την Κρήτη αλλά ιδιαίτερα στα Ανώγεια απ' όπου και πήρε το όνομά της. Η στολή αποτελείται από μια φαρδιά παντελόνα φουφουλωτή στα κάτω άκρα. Από πάνω μπαίνει μια μακριά πουκαμίσα χρώματος κρεμ, που έχει το ρόλο του φορέματος αφού είναι τόσο μακριά όσο να φαίνεται το κάτω μέρος από τις μπατζάκες του παντελονιού. Η ποδιά της φορεσιάς είναι η κλασική κρητική ποδιά με τα πλούσια κεντήματα. Η σάρτζα, που έχει κόκκινο χρώμα, είναι μια ποδιά που δένεται πίσω και οι δυο της άκρες πιασμένες μπαίνουν στην αριστερή πλευρά της ζώνης, η οποία είναι και αυτή κόκκινη υφαντή. Το ζιπόνι φτιάχνεται από τσόχα σε διάφορα χρώματα, με επικρατέστερο το μαύρο, κι είναι πλούσια χρυσοκεντημένο. Αφήνει μπροστά ένα μεγάλο ημικυκλικό άνοιγμα με συνέπεια να μην καλύπτει το στήθος. Το κεφαλομάντηλο είναι κόκκινο ή βυσσινί με χρυσό ή κίτρινο κρόσσι. Η Κούδα ή φορεσιά της Κριτσάς πήρε το όνομά της από ένα εξάρτημα σε σχήμα φούστας, χρώματος κόκκινου που ονομάζεται κούδα (στα ιταλικά σημαίνει ουρά). Από τον τρόπο που φοριέται και πιάνεται στο πίσω μέρος σχηματίζει μια ιδιότυπη διακόσμηση σε σχήμα ουράς. Η φορεσιά αυτή έχει πολλές ομοιότητες με τη την Ανωγειανή φορεσιά, αφού και αυτή περιλαμβάνει παντελόνα, και μακριά πουκαμίσα. Η διαφορά είναι ότι η παντελόνα έχει φαρδύ κέντημα στα μπατζάκια ίδιο με αυτό της ποδιάς Το ζιπόνι της φορεσιάς έχει ίδιο χρώμα με την κούδα, και είναι πιο μακρύ καλύπτοντας τους γοφούς. Ιδιαίτερο είναι το κεφαλομάντηλο της φορεσιάς. Είναι λευκό, πολύ μακρύ και έχει ιδιαίτερο δέσιμο. Ξεχωριστή θέση στη γυναικεία ενδυματολογία κατέχουν τα κοσμήματα της κεφαλής, που η παρουσία τους, εκτός από διακοσμητική ήταν και φυλακτική. Τα κοσμήματα του στήθους, του λαιμού, της μέσης, μαρτυρούν την οικονομική και κοινωνική θέση της Κρητικιάς. Ξεχωριστή θέση σε αυτά καταλαμβάνει το σύμβολο-κόσμημα, ο σταυρός. Επίσης, η γυναίκα της Κρήτης φοράει βραχιόλια, δαχτυλίδια και νομίσματα, ραμμένα πάνω στο μαντήλι, στο στήθος και στη μέση. Τέλος, τη γυναικεία φορεσιά συμπληρώνει το αργυρομπουνιαλάκι, το γυναικείο μαχαίρι, που είναι ίδιο με το ανδρικό αλλά μικρότερων διαστάσεων και περνιέται στη ζώνη της Κρητικοπούλας.
Γράφει ο Νίκος Ι. Δερεδάκης
δάσκαλος - ιστορικός ερευνητής
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
• Βλαστός Π. -Σημειώσεις_ (1992). Η κρητική ενδυμασία το 19 ο αιώνα . Επιμέλεια: Λ. Καούνη. Ημερολόγιο. Έκδ. Λυκείου Ελληνίδων Ρεθύμνης. Ρέθυμνο.
• Δημ. Σχολείο Ατσιπόπουλου . (2003 ). Ατσιπόπουλο. Μια συνάντηση του χτες με το σήμερα. Ρέθυμνο.
• Κρητική Επιθεώρηση .(εφημ). Φωνή αγωνίας της Σοφίας Ηλιάκη για την παραδοσιακή φορεσιά μας . 18/8/2005.
• Προβατάκης Θ . (1990). Κρήτη. Λαϊκή τέχνη και ζωή . Αθήνα.
• Τσουχλαράκης Ι.-Θ . (1997). Η ιστορία και η λαογραφία της κρητικής φορεσιά ς. Κλασικές εκδόσεις.
• Φραγκάκι Ευ . (1960). Η λαϊκή τέχνη της Κρήτης, αντρική φορεσιά. Αθήνα.
• Φραγκάκι Ευ . (1960). Η λαϊκή τέχνη της Κρήτης, γυναικεία φορεσιά. Αθήνα.
• Φραγκάκι Ευ . (1964). Η φορεσιά της Κρήτης στο ΗΩΣ-Κρήτη, Αφιέρωμα επιθεώρησης. Αθήνα.
• Gerola G . (1993). Βενετικά μνημεία της Κρήτης-Εκκλησίες. Μετάφραση: Σπανάκης Στ. Εκδ. Σύνδεσμος Τ.Ε.Δ.Κ. Κρήτης. Ηράκλειο