Αποστολέας: |
|
Η ΕΣΕΕ ζητά την πλήρη ένταξη του εμπορίου στον Νέο Επενδυτικό Νόμο. | |
Η ΕΣΕΕ κατέθεσε τις τελικές θέσεις της επί του Σχεδίου Νόμου «Ενίσχυση Ιδιωτικών Επενδύσεων για την Οικονομική Ανάπτυξη, την Επιχειρηματικότητα και την Περιφερειακή Συνοχή». Κύριο αίτημά της αποτελεί η πλήρης ένταξη του εμπορίου στις επενδυτικές ενισχύσεις. Πιο συγκεκριμένα,τo Σχέδιο Νόμου «Ενίσχυση Ιδιωτικών Επενδύσεων για την Οικονομική Ανάπτυξη, την Επιχειρηματικότητα και την Περιφερειακή Συνοχή», που τέθηκε σε Δημόσια Διαβούλευση προκάλεσε στο σύνολο του εμπορικού κόσμου έκπληξη και δυσαρέσκεια για την εξαίρεση του εμπορίου από αυτόν.Ουδείς από εμάς μπορούσε να διανοηθεί ότι θα βρεθούμε αντιμέτωποι με την δυσάρεστη εξέλιξη της πλήρους απουσίας των εμπορικών επιχειρήσεων από το νέο πλαίσιο επενδύσεων. Παρόλα αυτά, το νόημα των λέξεων στο σχέδιο νόμου που βρίσκεται σε δημόσια διαβούλευση είναι σαφές: Το ελληνικό εμπόριο βρίσκεται για μία ακόμη φορά εκτός αναπτυξιακού και επενδυτικού νόμου. Οι «αναγκαίες εξαιρέσεις» στις οποίες συγκαταλέγεται και το εμπόριο, με δεδομένο ότι δεν προβλέπονται από την κοινοτική νομοθεσία, φαίνεται ότι αποτελούν εθνικές επιλογές του Υπουργείου. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στο σχέδιο νόμου, δεν υπάγονται στο καθεστώς ενισχύσεων οι τομείς και κλάδοι οικονομικής δραστηριότητας του χονδρικού και λιανικού εμπορίου, εκτός από το χονδρικό και λιανικό εμπόριο αυτοκινήτων και μοτοσικλετών. Επίσης, δεν υπάγονται στο καθεστώς ενισχύσεων τα επενδυτικά σχέδια που συνδέονται με την εξαγωγική δραστηριότητα καθώς και σχέδια εμπορίας εγχώριων προϊόντων. Ως αποτέλεσμα, τριακόσιες είκοσι χιλιάδες (320.000) εμπορικές επιχειρήσεις οι οποίες καλύπτουν σχεδόν το 30% των επιχειρήσεων της ελληνικής οικονομίας, εξαιρούνται από το καθεστώς των ενισχύσεων. Παραμένει αναπάντητο το ερώτημα: ενώ δίνεται η δυνατότητα στις εμπορικές επιχειρήσεις να συμμετέχουν σε επιχειρηματικά πάρκα την ίδια στιγμή αποκλείονται από τον επενδυτικό νόμο. Η ΕΣΕΕ, κλήθηκε από το Υπουργείο και συμμετείχε ενεργά σε όλα τα στάδια του κοινωνικού διαλόγου για το νέο Επενδυτικό Νόμο. Αποστείλαμε εγγράφως προτάσεις και ενώ είχαμε προφορικές δεσμεύσεις για την πλήρη υπαγωγή του εμπορίου στο καθεστώς ενισχύσεων, διαπιστώνουμε, την πλήρη, αναίτια και αδικαιολόγητη εξαίρεση του κλάδου. Το εμπόριο δεν αποτελεί παράπλευρη οικονομική δραστηριότητα αλλά κλάδο με ζωτική σημασία για την οικονομία, την απασχόληση και την κοινωνία. Στην σημερινή συγκυρία, το εμπόριο καλείται να παίξει τον παραδοσιακά δυναμικό του ρόλο μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, είτε μέσω του εσωτερικού είτε μέσω του εξωτερικού εμπορίου. Αυτός είναι ο μόνος ασφαλής δρόμος για την αναγέννηση του δευτερογενούς τομέα. Ο εμπορικός κόσμος της χώρας ζητά επιτακτικά: Την πλήρη ένταξη του εμπορίου, εισαγωγικού, εξαγωγικού και εφοδιαστικού στις διατάξεις του προς διαβούλευση σχεδίου για το νέοαναπτυξιακό νόμο. Την ίση μεταχείριση και την άμβλυνση ανισοτήτων, ενώ δεν κατανοεί πως από την γενική επιχειρηματικότητα, τη νεανική επιχειρηματικότητα, τα ειδικά επενδυτικά σχέδια, την δημιουργία συνεργασιών και την επιχειρηματική δικτύωση (clusters) είναι δυνατόν να εξαιρείται ο κλάδος του εμπορίου. Η ΕΣΕΕ ζητά επιτέλους, η πολιτεία να στηρίξει έμπρακτα τις υγιείς δυνάμεις αυτού του τόπου και να αποδείξει, στο χρόνο «μηδέν» που πλησιάζει για την ελληνική οικονομία, ότι διαθέτει αναπτυξιακό σχέδιο και στρατηγική που θα καθορίζει τις προϋποθέσεις, θα απλοποιεί τις διαδικασίες, θα εξασφαλίζει την αξιολόγηση και θα ενισχύει την συμμετοχή χωρίς αποκλεισμούς. Σε αυτό το νέο αναπτυξιακό σχέδιο κεντρικό ρόλο πρέπει να κατέχει το ελληνικό εμπόριο, ώστε να υπάρξει άμεση επιστροφή στην ελληνική παραγωγική προσπάθεια της χώρας μας. Ελπίζουμε ότι ο Υπουργός θα παρέμβει και θα επανορθώσει την τεράστια αδικία προς τον εμπορικό κόσμο της χώρας. Ειδικότερα, σε ότι αφορά τις επιμέρους διατάξεις του νομοσχεδίου: Οι εμπορικές επιχειρήσεις θα πρέπει να ενταχθούν στο καθεστώς ενίσχυσης του Νέου Επενδυτικού Νόμου. Συνακόλουθα, θα πρέπει οι εφοδιασμοί πλοίων στο εξωτερικό από ελληνικές επιχειρήσεις να μην λογίζονται ως «πωλήσεις ειδικού προορισμού» αλλά ως εξαγωγές, που είναι στην πραγματικότητα και ως τέτοιες ισχύουν στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι προτεινόμενες φοροαπαλλαγές αφορούν τις ήδη κερδοφόρες επιχειρήσεις και όχι την πλειονότητα των επιχειρήσεων που βρίσκονται υπό την απειλή του λουκέτου, με αποτέλεσμα να καθίσταται μη ελκυστικός στα μάτια εκείνων (των μικρομεσαίων) που πραγματικά τον περίμεναν σαν σανίδα σωτηρίας προκειμένου να ανταπεξέλθουν στα τεράστια οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Οι διατάξεις του Νέου Αναπτυξιακού Νόμου όσο και να προσπαθούν να πείσουν για ισομερή ανάπτυξη τόσο στο Κέντρο όσο και στην Περιφέρεια, στην ουσία συμβάλλουν στη συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης και στη μη παροχή κινήτρωνστους δυνητικούς επενδυτές Επαρχιακών – Περιφερειακών περιοχών. Η μετατροπή του ΤΕΜΠΜΕ σε ΕΤΕΑΝ (Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης) είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν θα επιφέρει να προσδοκώμενα ευεργετικά αποτελέσματα προς τις επιχειρήσεις. Κι αυτό γιατί η εύρυθμη λειτουργία του ΕΤΕΑΝβασίζεται αποκλειστικά στη μεγάλη συμμετοχή του Χρηματοπιστωτικού τομέα και τη βούληση των τραπεζών για το πως θα διαθέσουν τα επιδοτούμενα από την ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) κεφάλαια. Το φλέγον ζήτημα που αναδύεται είναι αυτό των κριτηρίων που θα ορισθούναπό τα Χρηματοπιστωτικά ζητήματα και τα οποία θα πρέπει να τηρούνται από τις επιχειρήσεις προκειμένου οι τελευταίες να γίνουν λήπτες των συγκεκριμένων επιδοτήσεων – επιχορηγήσεων.Εύλογα λοιπόν τίθεται το ερώτημα εάν οι τράπεζες σκοπεύουν να διαθέσουν αξιοκρατικά τα παραπάνω ποσά ή εάν προσβλέπουν στην παρακράτηση τους για εξυπηρέτηση ιδίων συμφερόντων και αναγκών. Άλλωστε, η πρόσφατη εμπειρία της λειτουργίας του ΤΕΜΠΜΕ αποτελεί ένα άριστο παράδειγμα για τη σωρεία προβλημάτων που προκλήθηκαν, όσον αφορά τη ρευστότητα των επιχειρήσεων, με κυριότερα όλων τη χρονοτριβή στην έγκριση δανείων, τα απαγορευτικά επιτόκια και την καθυστέρηση της απόδοσης χρημάτων από τις ευρωπαϊκές επιδοτήσειςστις δικαιούχες επιχειρήσεις. Συλλήβδην θα μπορούσαμε να προσδιορίσουμε πως το άμεσο ζητούμενο από την ίδρυση και λειτουργίατου ΕΤΕΑΝ είναι η αποκατάσταση της ροής προς τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις και τόνωση της αγοράς με τα απαραίτητα κεφάλαια. Ακόμη ένα σημαντικό θέμα το οποίο δεν αναφέρεται στις διατάξεις του νέου Νόμου, είναι το γεγονός πως δίνεται άμεση λύση στην κωλυσιεργία που παρατηρείται στην έκδοση άδειας λειτουργίας στις ελληνικές επιχειρήσεις, η οποία μπορεί να διαρκέσει από 8 έως και 12 μήνες, την ίδια στιγμή που στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες η ίδια διαδικασία απαιτεί2 – 3βδομάδες. Σε αυτό το σημείο κρίνεται σκόπιμο να αποσαφηνιστεί πωςη διαδικασία της έκδοσης άδειαςμίας επιχείρησης, η οποία διαρκεί μόλις 48 ώρες, είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα από την έκδοση άδειας λειτουργίας της ίδιας επιχείρησης, η οποία μπορεί να διαρκέσει έως και έναν χρόνο. Στις διατάξεις του νέου Αναπτυξιακού αναφέρεται πως το 75% των επιχορηγούμενων κεφαλαίων αποτελούν αφορολόγητα αποθεματικάδηλαδή στιςεπιχειρήσεις οι οποίες πραγματοποιούν κέρδη θα δίνεται η δυνατότητα να μην εκπληρώσουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις με την αίρεση (προϋπόθεση) πως θα διαθέσουν τα αδιανέμητα κέρδη τους σε επενδυτικές δραστηριότητες. Ενώ η πρόταση φαίνεται εκ πρώτης όψεωςαρκούντως ελκυστική και ενδιαφέρουσα, πάσχει στην υπόθεσή της για κερδοφόρες επιχειρήσεις και καθιστά το Νέο Αναπτυξιακό μη λειτουργικό. Είναι γεγονός πως στις μέρες μας είναι ελάχιστες οι επιχειρήσεις οι οποίες παρουσιάζουν κέρδη και είναι κυρίως αυτές οι οποίες ανήκουν στις Μεγάλες Επιχειρήσεις και αποτελούν μονοπώλια και μέλη ολιγοπωλίων. Επομένως, επανερχόμενοι στην πρώτη μας παρατήρηση, γεννιέται το ερώτημα για το πως θα καλυφθεί το 75% που προβλέπεται από το Νόμο. Το υπόλοιπο 25% αφορά άμεσες επιχορηγήσειςκαι συνδυάζεται με το νεοεισαχθέντα θεσμό της συγκριτικής αξιολόγησης. Σύμφωνα με τον τελευταίο θα διορίζονται αξιολογητές από το Υπουργείο, οι οποίοι θα έχουν τη δυνατότητα να «κόβουν» την επενδυτική πρόταση μίας επιχείρησης, παρόλο που η τελευταία μπορεί να είναι οικονομικώς υγιής, και να εγκρίνουν την πρόταση ανταγωνίστριας επιχείρησης μόνο και μόνο επειδή υπερτερεί έστω και τυπικά στην βαθμολογία που οι ίδιοι έχουν βάλει. Τα κριτήρια που θα διαμορφώνουν την τελική βαθμολογία ορίζονται από το ίδιο το Υπουργείο (Νομική μορφή επιχείρησης, Βιωσιμότητα, Εμπειρία Μετόχων, Εξειδίκευση, Ποσοστό Ιδίας Συμμετοχής, Τεχνολογική Ανάπτυξη, Δημιουργία Θέσεων Απασχόλησης κ.α.) και όπως είναι λογικό γεννιούνται έντονες αμφιβολίες για τη διαφάνεια της επιλογής των συγκεκριμένων ατόμων αλλά ακόμη περισσότερο για τις προθέσεις των τελευταίων. Παράλληλα ενώ θα έπρεπε να αποτελεί πρωταρχικό στόχο των υπευθύνων η θέσπιση ταχύτερων διαδικασιών έγκρισης των επενδυτικών προτάσεων ώστε να μην παρουσιάζονται χρονοτριβές και καθυστερήσεις, η ως άνω διαδικασία της συγκριτικής αξιολόγησης όχι μόνο δεν επιλύει το χρόνιο αυτό πρόβλημα αλλά αντίθετα το εντείνει μέσω της αύξησης του γραφειοκρατικού κόστους και των ανούσιων εξόδων. Το Άνοιγμα – Κλείσιμο του Αναπτυξιακού Νόμου κάθε έξι μήνες, Απρίλιο – Οκτώβριο, αποτελεί από μόνη της μία διαδικασίαάκρως αντιαναπτυξιακή καθώς αποτελεί τροχοπέδη στην προώθηση άμεσων αναπτυξιακών σχεδίων των οποίων η έγκριση θα πρέπει αναγκαστικά να καθυστερεί έως και έξι μήνες (μεγάλη και αδικαιολόγητη χρονοτριβή και χάσιμο χρόνου.) Το μέγιστο προβλεπόμενο ποσοστό ενισχύσεων (50%) αποκλείει τους μικρούς επενδυτές, οι οποίοι όταν θα αναζητήσουν τα συγκεκριμένα κεφάλαια είτε δεν θα υπάρχουν είτε δεν θα μπορούν να έχουν πρόσβαση σε αυτά, εξαιτίας του μικρού μεγέθους που διαθέτουν και του έντονου ανταγωνισμού από τις μεγαλύτερες μεγέθους επιχειρήσεις. | |