Print
Αποστολέας:

 
Νέα οικονομική πραγματικότητα που διαμορφώνεται για νοικοκυριά και επιχειρήσεις μετά την επιβολή των μέτρων της Ε.Ε.

Η σημερινή οδυνηρή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας με τη σημαντική μείωση του ΑΕΠ, τη μείωση της καταναλωτικής δαπάνης, και τη διόγκωση του δημοσίου χρέους, προσδιορίζει σε πολύ μεγάλο βαθμό τους όρους με τους οποίους καλούμαστε να πορευθούμε τα επόμενα τρία χρόνια. Τα όρια της πρότερης κατάστασης, έχουν διαμορφώσει ένα ασφυκτικό και εξαιρετικά ανησυχητικό πλαίσιο για την αγορά.

Οφείλουμε, ιδίως στην τρέχουσα συγκυρία, να καταφύγουμε στους θεσμούς κοινωνικού διαλόγου και να επιδιώξουμε την μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση, σε μία προοπτική που θα ενσωματώσει αιτήματα και προτάσεις από όλες τις πλευρές. Δυστυχώς η Κυβέρνηση έχει υποχρεωθεί στον δρόμο της άγρας στήριξης από τους Ευρωπαίους Εταίρους, παραμελώντας την πρωταρχική της υποχρέωση, να ακούσει τις ελληνικές κοινωνικές ομάδες και να επιζητήσει, καταρχήν, τη δική τους υποστήριξη, στο βαθμό που η κοινωνία μπορεί να δεχτεί τις νέες πολιτικές και να αναλάβει το κόστος της υλοποίησής τους. Ο κοινωνικός διάλογος δε θα πρέπει να λογίζεται ως μια αυτόματη διαδικασία τυπικής συναίνεσης, αλλά ως μία ζώσα διαδικασία που θα συνθέτει και δε θα επιβάλλει απόψεις.

Δεδομένου ότι η κατάσταση απαιτεί άμεσες κινήσεις, από τη δική μας πλευρά οφείλουμε να επισημάνουμε μία σειρά από ζητήματα τα οποία προκύπτουν από τις ανακοινώσεις των προθέσεων της Κυβέρνησης. Η δημοσιονομική εξυγίανση καθίσταται αμφίβολη εάν δε συνοδεύεται από ένα συνεκτικό και τολμηρό αναπτυξιακό σχέδιο. Με κλασικές και εύκολες συνταγές δεν κτυπάς την ύφεση. Η αποκλειστική αναζήτηση εσόδων από το κράτος (φορολογικές επιβαρύνσεις) είναι πιθανό να διευρύνει και να βαθύνει την οικονομική ύφεση, παρά να την αποτρέψει. Η περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, δεν εξυπηρετεί την τόνωση της ζήτησης στην ελληνική αγορά και μειώνει δραστικά την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών.

Όσον αφορά την αγορά, τις κινήσεις της οποίας γνωρίζουμε περισσότερο από τον καθένα, είναι φανερή μία κάμψη, η οποία οφείλεται κυρίως στην ένταση της οικονομικής ασφυξίας των νοικοκυριών. Η ενδεχόμενη, δε, αναβίωση ενός αναπτυξιακού πλάνου βασιζόμενου στην οικοδομή δεν λαμβάνει υπ’ όψιν την πραγματική κατάσταση των ελληνικών νοικοκυριών. Τα νοικοκυριά έχουν να αντιμετωπίσουν την επερχόμενη μείωση των πραγματικών εισοδημάτων τους, αλλά και τις υποχρεώσεις τους προς τις τράπεζες, για την εξυγίανση των οποίων δεν έχουμε ως τώρα ακούσει κουβέντα. Πώς θα επιδιώξει η Κυβέρνηση την ενίσχυση της ρευστότητας της αγοράς, όταν από την πλευρά των τραπεζών παρατηρείται μία γενική απροθυμία στην ακύρωση των επαχθών όρων με τους οποίους δανείζουν (υψηλά επιτόκια); Επιπρόσθετα, η λογική της περικοπής των επιδομάτων στο Δημόσιο Τομέα, γιατί δε συνοδεύεται και από μία μέριμνα αύξησης της παραγωγικότητας των δημοσίων υπαλλήλων;

Η πραγματική οικονομία, άμεσα χρειάζεται μια μεγάλη επιχείρηση  αναθέρμανσης της αγοράς με την επιτάχυνση της αναθεώρησης, της υλοποίησης και της αύξησης της απορρόφησης του ΕΣΠΑ, της ολοκλήρωσης του σχεδίου των επιδοτήσεων, των επενδύσεων και του νέου αναπτυξιακού νόμου. 

Η επόμενη ημέρα των ευρωπαϊκών λύσεων βρίσκει τη χώρα μας με τα ίδια δύσκολα προβλήματα και την Ελληνική κυβέρνηση να κοστολογεί το ακριβό τίμημα της «στήριξης».

Οι δραματικές ανατροπές σε φορολογικό, ασφαλιστικό και εργασιακά φαίνεται να γυρίζουν τη χώρα μας πολλά χρόνια πίσω, ενώ η εισοδηματική σύγκλιση απομακρύνεται και θεσμικά κεκτημένα χάνονται για να βγούμε από τη δημοσιονομική δίνη.

Η δέσμευση υλοποίησης των «ευρωπαϊκών μέτρων» έχει ήδη δημιουργήσει εργασιακές και κοινωνικές αντιδράσεις, οι οποίες αναμένεται να κλιμακωθούν μόλις αρχίσουν να γίνονται έντονα αισθητές στην τσέπη μας οι μειώσεις μισθών και εισοδημάτων αλλά και οι αυξήσεις σε φόρους.

Οι κοινωνικοί εταίροι μπορεί να μην έχουμε πολλά να δώσουμε αλλά τουλάχιστον δεν ζητάμε να πάρουμε σε αντίθεση με τους κοινοτικούς εταίρους που δώσανε πολύ λιγότερα από όσα πήρανε.

Τα τρία κυριότερα σημεία ανταλλαγής είναι ότι πήραμε πολιτική στήριξη, βελτίωση των όρων δανεισμού και κερδίσαμε χρόνο για πιο επώδυνα μέτρα. Αντίστοιχα δεχθήκαμε τριπλή ασφυκτική επιτήρηση, πρόσθετα μέτρα εκτός του ΠΣΑ, ενώ δεν βελτιώθηκε η εικόνα της χώρας μας στις διεθνείς αγορές.

Η πολιτική, μάλιστα, στήριξη της Ε.Ε. στη χώρα μας πρακτικά μεταφράζεται σε αναγκαιότητα και όχι σε ένδειξη αλληλεγγύης αφού το πρόβλημα της Ελλάδας είναι και πρόβλημα της Ευρωζώνης μια και τουλάχιστον έξι Ευρωπαίοι συγκάτοικοί μας είναι σε ανάλογη κατάσταση δημοσιονομικής κατάρρευσης.

Η Ε.Ε. αναζητά θεραπεία μέσα από πειράματα και συνταγές για τα θεσμικά κενά της ενώ κάθε «ευρωστήριξη» προς τη χώρα μας γίνεται με το αζημίωτο μια και το μεγαλύτερο βάρος του Ελληνικού δημόσιου χρέους έχουν επωμισθεί Γερμανικές, Βρετανικές, Γαλλικές και Ιταλικές τράπεζες. Το ερώτημα βέβαια είναι αν θα προμήθευε κανείς αμυντικό εξοπλισμό ύψους 10 δις σε μια χώρα υπό χρεοκοπία;

Σε μια περίοδο χωρίς προοπτική για βελτίωση, όλοι οι κοινωνικοί εταίροι βρισκόμαστε σε αναζήτηση ισορροπιών μεταξύ «αντίδρασης» και «στήριξης», ενώ κατανοώντας το μέγεθος του προβλήματος γνωρίζουμε ότι απαιτείται συνδικαλιστική επιρροή και δίαυλοι επικοινωνίας.

Όπως μπορεί να γίνει αντιληπτό, όλα τα παραπάνω ζητήματα θα μπορούσαν να συζητηθούν και να διευθετηθούν στο πλαίσιο διαφόρων διαδικασιών Κοινωνικού Διαλόγου. Καλούμε, επομένως, την Κυβέρνηση να στραφεί στους Κοινωνικούς Εταίρους, έτσι ώστε οποιαδήποτε πολιτική πρωτοβουλία να έχει την πραγματική υποστήριξη της Ελληνικής Κοινωνίας.

Η ευρωπαϊκή «συνταγή» προβλέπει την επιβολή επειγόντων μέτρων μέχρι 15 Μαρτίου, υποστηρικτικών μέτρων μέχρι το Μάιο, μέτρων απόκλισης μέχρι το τέλος του 2010 και πρόσθετων μέτρων τριετίας μέχρι το 2012.

Με αφορμή τα παραπάνω η ΕΣΕΕ προτείνει στην Κυβέρνηση, παράλληλα με την αναζήτηση στήριξης από τους Κοινοτικούς Εταίρους  μας στο «εξωτερικό», να στηριχθεί καταρχήν από τους Κοινωνικούς Εταίρους στο «εσωτερικό».


Rethimno.gr - Το Ρέθυμνο e-λεκτρονικά!